Του Γιώργου Ευγενίδη
Καταρχάς, είναι θετικό που επετεύχθη μια συμφωνία με την Τουρκία για το προσφυγικό. Και είναι θετικό, διότι η εναλλακτική ήταν εξαιρετικά τρομακτική: με τον βαλκανικό διάδρομο κλειστό και την Τουρκία να μην ελέγχει τις ροές, η Ελλάδα θα μεταλλασσόταν σε ένα απέραντο hotspot και με δεδομένη την κυβερνητική αδυναμία να διαχειριστεί μεγάλες κρίσεις, η κατάσταση θα ήταν εκρηκτική.
Αντ’ αυτού, πήραμε μια συμφωνία, η οποία είναι δυσνόητη, τεχνικά περίπλοκη, δυνητικά επικίνδυνη, αλλά είναι μια συμφωνία, την οποία θα πρέπει όλα τα μέρη να τηρήσουν. Όπως είναι φυσικό και η Τουρκία έχει πολλή δουλειά, αλλά έχει και μεγάλα οφέλη, όπως το ζήτημα της Visa (και ας έχει να περάσει 72 προαπαιτούμενα ως τον Ιούνιο), την επίσπευση της εκταμίευσης των τριών δις και το άνοιγμα ενός ακόμα ενταξιακού κεφαλαίου που δεν είχε μπλοκάρει η Κύπρος. Η Ελλάδα όμως τι κερδίζει; Η Ελλάδα, αν η συμφωνία εφαρμοστεί από όλα τα μέρη σωστά, κερδίζει έναν σχετικά διαχειρίσιμο αριθμό ανθρώπων στο έδαφός της, με παράλληλη υλικοτεχνική και οικονομική υποστήριξη από την ΕΕ, ενώ το σχέδιο θα πρέπει να λειτουργήσει αποτρεπτικά για νέες ροές προς τη χώρα μας.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει τον εαυτό της, για να εφαρμόσει τη συμφωνία. Και, συνήθως, όταν καλούμαστε να κάνουμε κάτι τέτοιο, δεν είμαστε και οι καλύτεροι στο να παράγουμε τα ευκταία αποτελέσματα. Τα ελληνικά νησιά με δομές φιλοξενίας ήδη εκκενώνονται και οι πρόσφυγες μετακινούνται προς τα κέντρα φιλοξενίας στην ηπειρωτική χώρα, αλλά η πραγματικά μεγάλη πρόκληση είναι η επιτάχυνση της εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές της συμφωνίας, η Ελλάδα θα κληθεί να διαχειρίζεται ακόμα και 10.000 αιτήσεις προσφύγων ανά εβδομάδα, κάτι που σημαίνει μεσοσταθμικά 2.000 αιτήσεις ημερησίως. Για τον σκοπό αυτό, μιας και είναι σαφές πως η ελληνική διοίκηση αδυνατεί να ανταποκριθεί στον όγκο εργασίας, θα ενισχυθεί με περίπου 4.000 κοινοτικούς υπαλλήλους, προκειμένου οι διαδικασίες εξέτασης και απονομής, όπου χρειάζεται, ασύλου να επιταχυνθούν. Η ελληνική διοίκηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το νούμερο κατά μόνας. Αν η εφαρμογή βασιζόταν στην ελληνική δημόσια διοίκηση, τότε θα είχε καταρρεύσει.
Ένα ακόμα πρόβλημα είναι η παροχή ασύλου σε όσους ανθρώπους έχουν εγκλωβιστεί αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Τα δεδομένα είναι δύο: αφενός, δεν μπορούν να πάνε σε άλλες χώρες της ΕΕ δια του χερσαίου δρόμου, ενώ δεν μπορούν και να επιστρέψουν στην Τουρκία, προκειμένου να ενταχθούν στο πρόγραμμα απευθείας μετεγκατάστασης. Ή θα γυρίσουν εθελοντικά στις χώρες τους ή θα μείνουν για πολύ καιρό εδώ, οπότε το κράτος πρέπει να βρει πιο μόνιμες λύσεις για τη στέγαση, τη σίτιση και την περίθαλψή τους. Και σε αυτή την περίπτωση, χωρίς την υποστήριξη της ΕΕ και των ΜΚΟ, η ελληνική κυβέρνηση αδυνατεί να ανταποκριθεί στον όγκο της δουλειάς.
Είναι σαφές πως, πέραν του ρόλου της Τουρκίας, ο οποίος είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, η Ελλάδα πρέπει να υπερβεί εαυτόν για να απολαύσει τα (μικρά) οφέλη που προβλέπει γι’ αυτήν η συμφωνία. Σε αντίθετη περίπτωση, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα και τότε κανένας δεν θα έχει διάθεση να εκπονήσει ακόμα ένα φιλόδοξο πλάνο. Δυστυχώς, θα αφεθούμε στη μοίρα μας.