Επιστήμονες στη Βρετανία ανακοίνωσαν ότι ανέπτυξαν ένα νέο τεστ για το μελάνωμα, το πρώτο που μπορεί να προβλέψει αξιόπιστα την εξάπλωση ή την επιστροφή αυτής της πιο θανατηφόρας μορφής καρκίνου του δέρματος. Το τεστ βασίζεται στις προόδους που έγιναν στην κατανόηση του βιολογικού μηχανισμού του μελανώματος.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Νιούκαστλ και της εταιρείας-τεχνοβλαστού AMLo Biosciences, με επικεφαλής την καθηγήτρια Πένι Λόβατ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό περιοδικό δερματολογίας “British Journal of Dermatology”, επεσήμαναν ότι το πρωτοποριακό τεστ μπορεί να καθησυχάσει τους ασθενείς που διαγιγνώσκονται με μελάνωμα αρχικού σταδίου, ότι έχουν μικρό κίνδυνο μετάστασης της νόσου ή αναζωπύρωσης της στο μέλλον.
Το τεστ με την ονομασία AMBLor εφαρμόζεται στο δείγμα από το δέρμα που έχει ληφθεί για βιοψία από μη ελκώδες μελάνωμα αρχικού σταδίου (περίπου το 75% όλων των νέων μελανωμάτων) και μπορεί να αξιολογήσει τον πραγματικό κίνδυνο ο καρκίνος να επεκταθεί στο σώμα του ασθενούς. Το μελάνωμα αρχικού σταδίου που υπάρχει κίνδυνος να εξαπλωθεί, εκκρίνει τον παράγοντα μετασχηματισμού TGFβ2 που προκαλεί τη μείωση των πρωτεϊνών AMBRA1, Loricrin και Claudin-1, κάτι που ανιχνεύεται από το τεστ.
“Το τεστ μάς προσφέρει μια πιο εξατομικευμένη πρόγνωση, καθώς προβλέπει με ακρίβεια αν ο καρκίνος του δέρματος είναι απίθανο να εξαπλωθεί. Το τεστ αυτό θα βοηθήσει τους γιατρούς να εντοπίζουν τους ασθενείς χαμηλού κινδύνου που διαγιγνώσκονται με μελάνωμα αρχικού σταδίου και έτσι να μειωθεί ο αριθμός των μετέπειτα ιατρικών επισκέψεων, εξοικονομώντας χρόνο και χρήμα για το Εθνικό Σύστημα Υγείας”, δήλωσε η δρ Λόβατ.
Η συχνότητα του μελανώματος αυξάνει παγκοσμίως, με περισσότερους από 96.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ και 16.000 στη Βρετανία να διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο με αυτόν τον επικίνδυνο καρκίνο του δέρματος. Μέχρι στιγμής οι πρωτογενείς όγκοι του μελανώματος αφαιρούνται χειρουργικά και μετά γίνεται βιοψία τους με μικροσκόπιο, προκειμένου να προσδιοριστεί το στάδιο του καρκίνου και ο κίνδυνος μετάστασης. Ακόμη και όταν θεωρηθεί χαμηλού κινδύνου, ένας ασθενής πρέπει να παρακολουθείται τακτικά για τα επόμενα χρόνια και είναι ακριβώς αυτοί οι ασθενείς, τους οποίους το νέο τεστ ανιχνεύει μετά από περαιτέρω εργαστηριακή ανάλυση του δείγματος της βιοψίας.