Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Επί 26 χρόνια έχουν περάσει από τα χέρια μου, σε αυτή τη δουλειά, χιλιάδες σήματα και στρατηγικές επικοινωνίας. Στην Ελλάδα ο πιο εύκολος στόχος είναι η δημιουργία και συνήθως αυτό γίνεται από εκείνους που στη ζωή τους δεν έχουν δημιουργήσει απολύτως τίποτε.
Νομίζω πως όσο ασχολούμαστε με το λογότυπο του εορτασμού για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 χάνουμε τη ουσία. Και αυτή είναι ότι η συγκεκριμένη επέτειος θα μπορούσε και κυρίως θα έπρεπε να μετατραπεί σε μια διαδικασία εθνικής ανάτασης.
Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δεν είναι το λογότυπο αλλά το ότι η εθνική ανάταση πρέπει να γίνει με ένα πνεύμα συμμετοχής όλων ακόμη και όσων δεν συμμετείχαμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αντιλαμβάνομαι ότι πολλοί από εμάς είμαστε καχύποπτοι γιατί επελέγη μια «συνήθης ύποπτη» η οποία το μόνο που κάνει είναι να αλλάζει πολιτικά στρατόπεδα. Όμως τα 200 χρόνια δεν ανήκουν στη Γιάννα Αγγελοπούλου, ανήκουν σε όλους μας.
Και παρότι δεν τρέφω ιδιαίτερη συμπάθεια, τρέφω όμως ιδιαίτερη εκτίμηση στις δυνατότητές της να ηγηθεί και πρέπει να αποδεχθώ ότι είναι ένας άνθρωπος που με έχει πείσει ότι μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις και έχει τη διάθεση που αυτή τη στιγμή άλλοι δεν έχουν.
Μου άρεσε, όμως, το κείμενο του μηνύματος. Με άριστα το 10, θα του έβαζα 8.
Τι θα έκανα διαφορετικό; Θα αφαιρούσα τη φράση που αναφέρει «να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα, να γιορτάσουμε όπως μόνο οι Έλληνες ξέρουμε».
Η σημαντικότερη φράση είναι πάντως στο τέλος. Λέει «έχουμε μνήμες χωριστές, ζωές διαφορετικές και όνειρα αλλιώτικα. Όμως εμείς όλοι είμαστε η Ελλάδα».
Εάν είχα την τιμή να γράψω το κείμενο αυτή την τελευταία φράση θα τη διατύπωνα ως εξής:
«Όμως είτε όλοι μαζί είτε ο καθένας ξεχωριστά, όπως βιώνουμε την παρουσία μας ως Έλληνες και ως πολίτες, είμαστε η Ελλάδα».
Αυτό είναι η πεμπτουσία του εορτασμού και ήρθε η ώρα να το αποδείξουμε εμπράκτως.
Υ.Γ. Το κείμενο, αν μπορούσα να στοιχηματίσω, θα πόνταρα ότι δεν έχει γραφτεί από Έλληνα διότι η φράση αυτή να το γιορτάσουμε όπως μόνο οι Έλληνες ξέρουμε παραπέμπει σε άνθρωπο που μας ταυτίζει περισσότερο με τον «Ζόρμπα δε γκρικ» και λιγότερο με αυτό που τόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε να γίνουμε.