Στις 31 Μαρτίου 1954, το Σοβιετικό Υπουργείο Εξωτερικών έστειλε πανομοιότυπα διπλωματικά αιτήματα σχετικά με τη δυνατότητα ένταξης της ΕΣΣΔ στο ΝΑΤΟ, στις κυβερνήσεις τριών Δυτικών Δυνάμεων: της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς*
Μέχρι τότε, είχε περάσει ένας χρόνος από τον θάνατο του Στάλιν. Ο Νικήτα Χρουστσόφ ήταν ο νέος επικεφαλής του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Το ίδιο το ΝΑΤΟ ήταν πέντε ετών, όπως και η σοβιετική ατομική βόμβα.
Στο αίτημα της, η Μόσχα επέμενε ότι η Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού στην παρούσα μορφή ήταν σίγουρα ένα «επιθετικό σύμφωνο», αλλά η φύση της θα μπορούσε να αλλάξει εάν η ΕΣΣΔ, το κύριο μέλος του πρώην αντιχιτλερικού συνασπισμού, προσχωρούσε σε αυτήν. Οι Σοβιετικοί εξέφρασαν επίσης την ελπίδα τους ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν τη συμμετοχή της Γερμανίας (η διαίρεση της σε Δυτική και Ανατολική, δεν θεωρήθηκε αμετάκλητη) σε κανένα στρατιωτικό μπλοκ.
Στις 7 Απριλίου, η πρόταση της Μόσχας συζητήθηκε στη σύνοδο του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου στο Παρίσι. Τα πρακτικά αυτής της συνάντησης έχουν αποχαρακτηριστεί και είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στον ιστότοπο των Αρχείων του ΝΑΤΟ. Τα μέλη της Συμμαχίας ερμήνευσαν την πρόταση ως ένα βήμα σοβιετικής προπαγάνδας που στοχεύει κυρίως τη δυτική κοινή γνώμη. Για αυτούς, φαινόταν απίθανο το ότι το Κρεμλίνο θα αποδεχόταν τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ. Κυρίως, τον συνολικό έλεγχο του στρατιωτικού σχεδιασμού της ΕΣΣΔ και την κατοχύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στην ΕΣΣΔ και στις χώρες που βρίσκονται στην σφαίρα επιρροής της.
Κατά τη συζήτηση στο Παρίσι, ο Δανός εκπρόσωπος τόνισε ότι η ίδια η ίδρυση του ΝΑΤΟ ήταν μια απάντηση στην αποτυχία των Ηνωμένων Εθνών να εξασφαλίσουν αποτελεσματική συλλογική ασφάλεια τα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εκπρόσωποι άλλων κρατών μελών υποστήριξαν αυτήν την άποψη. Ο εκπρόσωπος της Ιταλίας προειδοποίησε ότι εφόσον οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων του ΝΑΤΟ πρέπει να είναι ομόφωνες, η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει βέτο για να παραλύσει εξίσου αυτόν τον οργανισμό και, ως εκ τούτου, η Συμμαχία θα είχε γίνει το ίδιο αναποτελεσματική με τον ΟΗΕ. Οι συμμετέχοντες της συνόδου επέκριναν επίσης την προσπάθεια της Μόσχας, να ωθήσει τη μη συμμετοχή της Δυτικής Γερμανίας στις ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες.
Σε λίγες εβδομάδες, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας απάντησαν επίσημα στη σοβιετική πρόταση, την οποία χαρακτήρισαν «εντελώς εξωπραγματική». Το ΝΑΤΟ, τόνισε η κοινή τους απάντηση, βασίστηκε στις αρχές της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου και οι αποτελεσματικοί θεσμοί του δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν με «απατηλούς». Τα τρία κράτη προέτρεψαν τη Σοβιετική Ένωση να μην εμποδίσει τον ΟΗΕ να ασκήσει τα καθήκοντά του στο επίπεδο της παγκόσμιας ασφάλειας σύμφωνα με το Καταστατικό του.
Ενώ στην ΕΣΣΔ αρνήθηκαν την είσοδο στο ΝΑΤΟ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία είχε υποβληθεί σε διαδικασία αποναζιστικοποίησης, έλαβε την πρόσκληση τους επόμενους μήνες. Στις 5 Μαΐου 1955, η Βουλή της Δυτικής Γερμανίας επικύρωσε τη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού.
Μόλις εννέα ημέρες αργότερα στις 14 Μαΐου , η ΕΣΣΔ, η Βουλγαρία, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Ανατολική Γερμανία, η Ρουμανία και η Αλβανία (μέχρι το 1968 που αποχώρησε) ανακοίνωσαν το σχηματισμό της δικής τους στρατιωτικής συμμαχίας, του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Αυτό ολοκλήρωσε τη διάσπαση της Ευρώπης στα δύο αντιμαχόμενα μπλοκ, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τη δεκαετία του ΄90.
Από τότε υπάρχει το ερώτημα «Τι θα είχε γίνει αν το αίτημα της ΕΣΣΔ γίνονταν αποδεκτό»; Αυτό όμως είναι ένα ερώτημα της εναλλακτικής ιστορίας, ενός υποείδους της ιστορικής φαντασίας.
*O Βαγγέλης Χωραφάς, διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής https://www.geoeurope.org/, δημοσιεύει καθημερινά πρωτότυπα άρθρα και αναλύσεις και στην προσωπική του σελίδα στο facebook (https://www.facebook.com/vangelis.chorafas).