Γράφει ο Αθανάσιος Γραμμένος
Μέσα στο γενικό κλίμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης έχουν επιστρατευτεί διάφορα μέσα για να εξυπηρετηθεί η ενίσχυση του “μετώπου”. Τις τελευταίες ημέρες, δυνάμεις που πρόσκεινται στη νεοσυντηρητική παράταξη της απερχόμενης διοίκησης επιστρατεύουν την Ιστορία προκειμένου να πείσουν ότι η ενδεχόμενη επικράτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς θα σημάνει αυτοστιγμεί την αποπομπή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και θα συνοδευτεί από την ολική καταστροφή της κοινωνίας. Για να σχηματοποιήσουν αυτόν τον ισχυρισμό, κάνουν μία υπερβατική σύγκριση των εκλογών του 2015 με αυτές του 1920, όταν ο Βενιζέλος, παρά τις πολεμικές του επιτυχίες, έχασε και “αυτοεξορίστηκε”. Ακολούθησε η παράλογη πολιτική της βασιλικής παράταξης η οποία εν τέλει οδήγησε στη μέγιστη τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η επιχειρηματολογία αυτής της στρατευμένης ιστορικά πλευράς, όπως έχει παρουσιαστεί έως σήμερα, βασίζεται στα εξής σημεία: 1) Πιστεύει ότι και τις δύο εκλογές τις επέβαλλε η αντιπολίτευση, 2) Θεωρεί δεδομένο ότι ο Σαμαράς ως Πρωθυπουργός έχει πετύχει κάτι συγκρίσιμο με τον διπλασιασμό των εδαφών της Ελλάδας από τον Βενιζέλο, 3) Αποδέχεται και δεν αμφισβητεί –όπως και η κυβέρνηση- το αλάθητο στις πολιτικές επιταγές που επιβάλλονται έξωθεν, 4) Υποκρύπτει την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, 5) Διακηρύττει ως προδιαγεγραμμένη καταστροφή οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική απ’ όπου κι αν προέρχεται, 6) Παραβλέπει συστηματικά τις διαφορές στον ιδεολογικά άξονα του σήμερα σε σχέση με το 1920, 6) Δέχεται ως αμετάβλητα και ουσιαστικά τα προσχηματικά διαβήματα των Μεγάλων Δυνάμεων το 1920.
Η λανθάνουσα χρήση της Ιστορίας, για να οδηγήσει σε ένα προσχεδιασμένο συμπέρασμα με πολιτικές στοχεύσεις, διαστρεβλώνει τελικά τη γνώση που έχει το ευρύ κοινό τόσο για το σήμερα όσο και για το χθες. Η περίπτωση της Μικρασιατικής Εκστρατείας ουδεμία σχέση έχει με τη σύγχρονη κρίση και χρεοκοπία της χώρας. Ο Εθνικός Διχασμός ήταν η διαιρετική τομή της ελληνικής κοινωνίας όχι τόσο σε ιδέες και πολιτικές όσο σε πρόσωπα: Βενιζέλος εναντίον Κωνσταντίνου. Οι εκλογές του 1920 δεν έγιναν με τη βία αλλά με την υπόθεση του Βενιζέλου ότι θα δικαιωθεί για τις επιτυχίες του. Υπήρχαν όμως μελανά σημεία, όπως η αβεβαιότητα για την επιστροφή των στρατιωτών την οποία υποσχόταν η αντιπολίτευση και βέβαια οι ακρότητες των κατώτερων βενιζελικών στελεχών σε βάρος αντιφρονούντων που έκριναν τελικά το αποτέλεσμα.
Αντίθετα σήμερα, το ερώτημα είναι αν υπάρχει άλλος τρόπος διαχείρισης της κατάστασης, πέραν από τη δια της φορολογίας απομήζυση της μεσαίας τάξης και της καταστροφής της όποιας παραγωγικής βάσης της χώρας. Ανεξαρτήτως τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η κυβέρνηση της ΝΔ που συνεχίζει την πολιτική της υπανάπτυξης με απώτερο στόχο την προστασία της εκλογικής της πελατείας. Στο ίδιο πλαίσιο, από την ελληνική πλευρά δεν έχει εκπονηθεί κανένα εναλλακτικό σχέδιο επίλυσης των προβλημάτων, παρά μόνο εφαρμόζονται κατά γράμμα οι όροι που τίθενται από ξένους τεχνοκράτες, οι οποίοι όμως λίγα γνωρίζουν για τις ελληνικές ανάγκες. Τότε μόνο έρχονται οι εγχώριες κυβερνήσεις και “διαπραγματεύονται” ορισμένα “ισοδύναμα” για να προστατεύσουν φίλα προσκείμενες κοινωνικές ομάδες και να φορτώσουν οικονομικά βάρη στα πιο φτωχά στρώματα.
Πίσω στο 1920, αν οι πολιτικές που ακολούθησε η φιλοβασιλική κυβέρνηση ήταν ολέθριες, αυτό δεν μπορούσε να το γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων, όπως επίσης δεν μπορεί να προδικάζει κανείς τι θα συμβεί αν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε λίγες ημέρες. Πράγματι, οι Σύμμαχοι δεν ήθελαν την επιστροφή του Βασιλιά, όμως, όπως έχει αποδειχτεί, δεν ήταν η έλευση του Κωνσταντίνου που επηρέασε τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά οι μονομερείς ενέργειες της προς την παράλογη εκστρατεία στον Σαγγάριο την ώρα που οι Ιταλοί και οι Γάλλοι επιζητούσαν τρόπους αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών και τους βρήκαν στηρίζοντας αφειδώς τον κεμαλικό στρατό.
Τέλος, αναφορικά με το διεθνές περιβάλλον, η στρατιωτική συμμαχία της Αντάντ απέχει παρασάγγες από την εταιρική σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα της συμμετοχής στο κοινό νόμισμα. Οι συμμαχίες εκείνης της περιόδου ήταν επικαιρικές και βραχυπρόθεσμες με στρατιωτικούς –και μόνο- σκοπούς. Σήμερα, η Ένωση αποτελεί έναν μεγάλο υπερεθνικό στρατηγικό στόχο ενοποίησης με ομοσπονδιακή κατεύθυνση, και αναφέρεται σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Αυτό προϋποθέτει αφενός την αμφίδρομη τήρηση των συμφωνηθέντων και αφετέρου την αγαγνώριση της δημοκρατικής αρχής στα κυρίαρχα κράτη. Πριν προδιαγράψουν τις κυβερνητικές αποφάσεις μιας παράταξης που δεν έχει έρθει ακόμα στην εξουσία, ας θυμούνται οι ειδικοί ότι όπως το 1920, έτσι και σήμερα η εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδος δεν γίνεται σεβαστή. Τότε βέβαια, ήταν η realpolitik που επέτρεπε ωμές παρεμβάσεις στη βάση της ισχύος. Σήμερα όμως, στην Ευρώπη της αλληλεγγγύης και του ελεύθερου διαλόγου είναι παράδοξο ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κομισιόν να υπαγορεύει στους Έλληνες ποιόν θα εκλέξουν, δημιουργώντας διεθνές κλίμα και υπονομεύοντας έτσι την Ένωση που ο ίδιος ορκίστηκε να υπηρετεί.
Η τελεολογική ιστορική προσέγγιση, με το σκεπτικό ότι τα ίδια έκαναν πριν από έναν αιώνα κάποιοι άλλοι, είναι τουλάχιστον αυθαίρετη και αίολη. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν οφείλεται στις εκλογές του 1920 αλλά στη μικρόνοια όλων των πολιτικών της εποχής να οραματιστούν την Ελλάδα ως ένα ισχυρό περιφερειακό παράγοντα, που ακολουθεί τις δικές του ανάγκες και λειτουργεί με γνώμονα τα δικά του συμφέροντα. Εδώ, η ομοιότητα με το σήμερα ίσως να μην είναι συμπτωματική.