Οι άνθρωποι που καταναλώνουν πιο πολύ αλάτι από ό,τι πρέπει, κινδυνεύουν περισσότερο από έμφραγμα και εγκεφαλικό, κυρίως λόγω αυξημένης αρτηριακής πίεσης. Όμως, μια νέα γερμανοαμερικανική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι το αλμυρό φαγητό ίσως παρέχει και μια θετική πλευρά, καθώς φαίνεται ότι μια διατροφή πλούσια σε αλάτι ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και προστατεύει καλύτερα τον οργανισμό από τα μικρόβια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον μικροβιολόγο Γιόναθαν Γιαντς του Πανεπιστημίου και της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Ρέγκενσμπουργκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιολογίας «Cell Metabolism» (Μεταβολισμός Κυττάρου), σύμφωνα με το «Science», πειραματίστηκαν με δύο ομάδες ποντικιών που έφεραν λοιμώξεις του δέρματος λόγω ενός παρασίτου.
Όπως διαπιστώθηκε, όσα πειραματόζωα ακολουθούσαν επί δύο εβδομάδες μια διατροφή με πολύ αλάτι, εμφάνισαν ισχυρότερη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματός τους (κυρίως ενισχύοντας τη δράση των μακροφάγων κυττάρων) και έτσι κατάφεραν να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη πιο γρήγορα και αποτελεσματικά, σε σχέση με τα ποντίκια που έτρωγαν λιγοστό αλάτι. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι το αλάτι, πέρα από τα γνωστά μειονεκτήματά του, μπορεί να έχει και θεραπευτική δράση έναντι των λοιμώξεων.
«Μέχρι τώρα, το αλάτι έχει θεωρηθεί ως επιβλαβής διατροφικός παράγων, καθώς έχει ξεκάθαρα αποδειχτεί επιζήμιο για την καρδιαγγειακή υγεία, ενώ πρόσφατες μελέτες το εμπλέκουν και στην επιδείνωση των αυτοάνοσων παθήσεων. Όμως η έρευνά μας αμφισβητεί αυτή την μονοδιάστατη αντίληψη και προτείνει ότι η αύξηση του επιπέδου του αλατιού στην περιοχή μιας λοίμωξης μπορεί να αποτελεί μια αρχαία στρατηγική για την καταπολέμησή της, πολύ πριν εφευρεθούν τα αντιβιοτικά», δήλωσε ο Γιόναθαν Γιαντς.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι στους ανθρώπους υπάρχει ένας φυσικός μηχανισμός, που αυξάνει το επίπεδο του αλατιού τοπικά, στην περιοχή μιας λοίμωξης από παθογόνο μικροοργανισμό.
«Η ιδέα ότι η αποθήκευση αλατιού από τον οργανισμό έχει εξελιχτεί ως αμυντικό όπλο, είναι πολύ συναρπαστική. Είναι τόσο καινοφανής, που είναι δύσκολο να την καταπιεί κανείς. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος, έως ότου η κοινότητα των ανοσολόγων αποδεχτεί αυτή την ιδέα», δήλωσε η ανοσολόγος Γκουέν Ράντολφ του Πανεπιστημίου Σεν Λιούις της Ουάσιγκτον.
Από την άλλη, οι επιστήμονες προειδοποίησαν ότι η έρευνά τους δεν πρέπει να ωθήσει τους ανθρώπους να αρχίσουν να βάζουν άφθονο αλάτι σε ό,τι τρώνε, γιατί αυτό δεν θα κάνει καλό στην υγεία τους. Όπως είπαν, χρειάζονται περαιτέρω μελέτες πάνω στο ζήτημα και είναι ασφαλώς πρόωρο και υπερβολικό να συστήσει κανείς την αυξημένη κατανάλωση αλατιού από τον γενικό πληθυσμό.
Ο Γιόναθαν Γιάντς τόνισε ότι ακόμη κι αν κάποτε μια διατροφή πλούσια σε αλάτι βοήθησε τους προγόνους μας να καταπολεμούν τις αρρώστιες, σε μια εποχή που δεν είχαν αντιβιοτικά και άλλα φάρμακα, σήμερα πια μια διατροφή με αλατισμένα φαγητά θα έχει περισσότερα αρνητικά παρά τα όποια θετικά, όσον αφορά την ενίσχυση της άμυνας του οργανισμού. Γι” αυτό, όπως εκτίμησε, θα είναι μάλλον πιο σωστό στο μέλλον να βρεθούν τρόποι να αυξάνεται η ποσότητα αλατιού με τρόπο εξωτερικό από το σώμα και όχι εσωτερικό, τρώγοντας περισσότερο αλάτι.
Οι ερευνητές θα συνεχίσουν τις έρευνές τους, ελπίζοντας ότι αυτές θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων που θα βοηθούν στη τοπική αύξηση του επιπέδου του αλατιού (νατρίου) μετά από μια λοίμωξη, για παράδειγμα με αλοιφές ή ειδικά τσιρότα που θα περιέχουν πολύ αλάτι.