Γράφει ο Κωνσταντίνος Μανίκας
Οικονομολόγος-Ψυχολόγος
Όταν προκηρύχθηκαν οι εκλογές άκουγα τα εξ αμάξης από τους Νεοδημοκράτες φίλους μου, μόλις τολμούσα να αρθρώσω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κερδίσει τις εκλογές με 5%. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι θα είναι μια κλειστή μάχη, με την κυβέρνηση αποδυναμωμένη μετά τον εσωκομματικό διχασμό και την ΝΔ ενωμένη, χωρίς εσωτερικές έριδες και δικαιωμένη από τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Πως θα μπορούσε να διατηρήσει υψηλά ποσοστά ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ο ιστορικός του πυρήνας αυτονομήθηκε και το περιβάλλον που δημιούργησε για την κοινωνία δεν έχει καμιά σχέση με τις προεκλογικές εξαγγελίες του Ιανουαρίου;
Ακόμα και όταν τα δημοσκοπικά ευρήματα έδειχναν πλειοψηφικό μέρος των αναποφάσιστων να προέρχονται από το ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχε η προσδοκία ότι επειδή αποτελούνταν κυρίως από νέους και γυναίκες θα τρέπονταν μαζικά προς την αποχή διατηρώντας το τελικό αποτέλεσμα σε ελάχιστη διαφορά μεταξύ των δυο πρωτοπόρων. Η κεντροδεξιά βάση φάνταζε συμπαγής και αποφασισμένη να στηρίξει τον νέο προεκλογικό αγώνα.
Στην πράξη παραβλέπονταν μια πραγματικότητα που είχε να κάνει με πολύ βαθύτερα ενστικτώδη κίνητρα. Τα ευρύτατα λαϊκά στρώματα που συντάχθηκαν με το ΣΥΡΙΖΑ είτε επειδή άφησαν ελεύθερο να εκφραστεί, το καθημαγμένο στην ευδαιμονία της αστικοποίησης, αριστερό “DNA”, είτε γιατί βρήκε τον νέο πόλο εξουσίας που θα υποθάλψει τις κρατικιστικές εμμονές του, δεν έστρεψαν την πλάτη στην κυβέρνηση ακόμα κι όταν αποφάσισε να “λερώσει” τα χέρια της με μνημονιακές υπογραφές.
Σημαντικό μέρος του γυναικείου πληθυσμού, με ένα είδος μητρικού φίλτρου, θέλησε να προστατέψει τον Τσίπρα ως εν δυνάμει αντισυμβατικό νεοσσό που ακόμα κι αν πρόσκαιρα υπέκυψε στις πιέσεις των ισχυρών πρέπει να του δοθεί ο χρόνος να ανανδείξει τα συγκρουσιακά με το κατεστημένο χαρίσματα του. Αδιαφορούσαν αν το νέο που πρεσβεύει καλύπτεται με φθαρμένο μανδύα και ωραιοποιείται από ένα ασουλούπωτο μακιγιάζ. Συντηρούσαν αναλλοίωτη την φρέσκια εικόνα του πέρα από τις ιδεολογικές γρατσουνιές και τις επικοινωνιακές αστοχίες.
Η νεολαία από την άλλη στράφηκε σε ένα βαθμό προς την αποχή αλλά τελικά αυτό το γεγονός ισοφαρίστηκε από αντίστοιχη αποχή κεντροδεξιών ψηφοφόρων που δυσανασχέτησαν με τις χωρίς όρους σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ που συνέχιζε να παριστάνει τον αναμάρτητο και να φορτώνει την ΝΔ με ευθύνες που δεν αναλογούσαν και μάλιστα με μια αποκλειστικότητα που έμοιαζε και η ίδια να αποδέχεται με διαρκές πρόσχημα την διατήρηση της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
Όσο κι αν οι νεότεροι δεν πείθονταν απόλυτα για την πιστή αντιπροσώπευση του καινούριου από το Τσίπρα τον προτιμούσαν ως το πιο κοντινό πρότυπο, από το υπάρχον πολιτικό σύστημα, σε αυτό που αναζητούσαν. Το αριστερό ένστικτο της επιβίωσης, που δηλώνει ότι δεν παραδίδει την εξουσία που με κόπο κατέκτησε και προτιμά να αποδεχτεί την πολιτική ήττα που υπέστη με την υπογραφή της νέας συμφωνίας διανθίζοντας την με τον αγώνα εναντίον ενός εσωτερικού μετώπου διαφθοράς, λειτούργησε στο μέγιστο βαθμό.
Υ.Γ. Για μια ακόμα φορά η αποχή, παρά το ότι αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο μιας εκλογικής διαδικασίας, αντιμετωπίζεται ως παρελκόμενο. Η κοινωνία έριξε μια ακόμα ισχυρή σταγόνα αδιαφορίας στο πολιτικό σύστημα κι αυτό την αντιμετωπίζει ως ψιχάλα. Όσο η αντίδραση στην απογοήτευση δεν περιλαμβάνει θεσμικές παρεμβάσεις για τον τρόπο οργάνωσης και στελέχωσης των κομμάτων, ανταπόκριση στις σύγχρονες ανάγκες και τα κοινωνικά ρεύματα, αυτή η ψιχάλα δεν θα αργήσει να γίνει μπόρα πλήρους απαξίωσης για τις δημοκρατικές διεργασίες με ότι θα σημαίνει αυτό για το μέλλον της χώρας.