Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Χθες το βράδυ παρακολούθησα από το διαδίκτυο με πολύ ενδιαφέρον την ομιλία του καθηγητή του Stanford Josiah Ober εις μνήμην του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του οποίου το όνομα φέρει η εκεί έδρα Ελληνικών Σπουδών. Το θέμα του ήταν η επίδραση της Ελληνικής σκέψης στη λειτουργία της Δημοκρατίας. Πριν από την ομιλία άκουσα και τα εισαγωγικά σχόλια του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος με πολύ εμφατικό τρόπο τόνισε την ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 16 και την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση.
Τα συναισθήματά μου ήταν ανάμικτα. Από τη μία δεν παύει να με εντυπωσιάζει και να με συγκινεί το πόσο επίκαιρη και διαχρονική είναι η αναφορά στην Ελλάδα, ως το λίκνο της γνώσης. Από την άλλη η σκέψη και μόνο για την κατάσταση των ελληνικών πανεπιστημίων μου προκαλεί θλίψη!
Έχοντας σπουδάσει και εργαστεί στις ΗΠΑ είναι προφανές πως το ζήτημα αυτό δεν το αντιμετωπίζω μόνο με όρους εμπειρίας αλλά και ιδεολογίας, διότι είναι πρωτίστως ιδεολογικό το να παραδεχθεί κανείς πως πλουραλισμός και ανεξαρτησία της γνώσης χωρίς ανταγωνισμό δεν γίνεται. Και εν πάσει περιπτώσει η Ελλάδα πρέπει το 2017 να αποφασίσει επιτέλους αν θεωρεί τον εαυτό της τμήμα της μεγάλης οικογένειας των Eθνών που λειτουργούν ως ελεύθερες οικονομίες και που αναγνωρίζουν τη θετική συνεισφορά του ανταγωνισμού στη συλλογική μας πρόοδο και ευημερία.
Φυσικά, απελευθέρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν συνεπάγεται κατάργηση της δημόσιας, όπως πολλοί διατείνονται προκειμένου να υπερασπισθούν ένα καθεστώς συγκεκαλυμμένης ανομίας μέσα στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Το είδαμε με τον τρόπο λειτουργίας που έχουν διαχρονικά οι φοιτητικές παρατάξεις, με τις εργασίες «μαϊμού» των 106 φοιτητών στην Πάτρα, τα τζάμπα μεταπτυχιακά για τα παιδιά των καθηγητών στη Θεσσαλονίκη.
Όλα αυτά δεν συνιστούν πουθενά στον πλανήτη δημόσιο πανεπιστήμιο. Δεν έχουν καμία σχέση με το δημόσιο πανεπιστήμιο που εγώ έζησα ως φοιτητής στο Σικάγο τη δεκαετία του ’80, πόσο μάλλον με τα σημερινά.
Συνεπώς τρία είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν:
Πρώτον, είναι καλό ή κακό για το Δημόσιο Πανεπιστήμιο το να μπει σε μια διαδικασία ανταγωνισμού με τα μη κρατικά; Νομίζω πως μετά και τα τελευταία περιστατικά η απάντηση είναι προφανής. Τα δημόσια πανεπιστήμια έχουν μια εξαιρετική παράδοση και πολύτιμη συνεισφορά. Αν τα αφήσουμε αυτόνομα να διεκδικήσουν πόρους πέρα από αυτούς του υπουργείου Παιδείας θα τρίβουμε τα μάτια μας. Όσα ήδη δειλά το κάνουν (βλέπε ΑΣΟΕΕ και Πειραιά) έχουν ήδη καταξιωθεί από την κοινωνία και την αγορά.
Δεύτερον, αν η αλλαγή του άρθρου 16 ταιριάζει με το διαχρονικό προφίλ της Ελλάδας. Η απάντηση είναι και εδώ σχεδόν προφανής. Η Ελλάδα δεν είναι γνωστή για τις βόμβες υδρογόνου που διαθέτει- αντίθετα είναι ταυτισμένη ως η χώρα που κατέκτησε τον κόσμο μέσα από τα γράμματα και τις γνώσεις. Καιρός λοιπόν να διεκδικήσει τη θέση της στον ακαδημαϊκό χάρτη με σοβαρότητα.
Τρίτον, σε μια εποχή που ζητούμενο είναι να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας γιατί κανείς δεν παίρνει στα σοβαρά την αναπτυξιακή ώθηση που μπορεί να προσφέρει ο «πανεπιστημιακός τουρισμός»; Πολύ καλές οι στρατηγικές των χιονοδρομικών κέντρων, της πεζοπορίας και του rafting, ωστόσο απευθύνονται σε εξειδικευμένα κοινά που θα χρειαστούν χρόνο για να ταυτίσουν τη χώρα μας με αυτά τα είδη υπηρεσιών. Αν συμπληρωματικά είχαμε 4 ξένα πανεπιστήμια που θα δημιουργούσαν παραρτήματα στην Ελλάδα, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγάλη συνεισφορά θα είχαν στην τοπική οικονομία. Φανταστείτε μόνο 20.000 φοιτητές που θα περνούσαν τον χειμώνα τους σπουδάζοντας -και καταναλώνοντας- στην Ελλάδα. Αν κάνουμε τους μαθηματικούς υπολογισμούς με βάση οτι αυτά τα παιδιά θα μένουν 9 μήνες και οτι θα δαπανήσουν και το καλοκαίρι τους για διακοπές, ο αριθμός που αντιστοιχεί σε «κανονικούς» τουρίστες που δαπανούν 5 ημέρες μεσοσταθμικά μας οδηγεί σε νούμερα που αντιστοιχούν μέχρι και σε 1,2 εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο! Αυτός είναι ο ουσιαστικός «τουρισμός των 12 μηνών». Και όλα αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε τα σημαντικά ποσά που χάνονται όταν Έλληνες φοιτητές πραγματοποιούν μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό.
Επειδή οι συνταγματικές αναθεωρήσεις δεν συμβαίνουν κάθε μέρα και κάθε αποτυχία συνεννόησης στοιχίζει περίπου 10 χρόνια μέχρι την επόμενη απόπειρα, είναι καιρός οι δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου να καθίσουν κάτω, να συζητήσουν με νηφαλιότητα και πραγματισμό και να κάνουν την υπέρβαση. Θα αποτελεί και μια μεταρρύθμιση που μπορεί συμβολικά να κλείσει τον κύκλο της Μεταπολίτευσης.
Ήλθε η στιγμή να αντιλαμβανόμαστε λόγω της κρίσης τα πάντα και υπό το πρίσμα της οικονομικής ανάπτυξης με έναν τρόπο που ταιριάζει καλύτερα με τον πολιτισμό και την νοοτροπία μας.
ΥΓ. Αν ως χώρα είχαμε την κουλτούρα αντίληψης της ιδιωτικής εκπαίδευσης, θα είχαμε εμείς προτείνει στον επενδυτή του Ελληνικού αντί για καζίνο να χωροθετήσει πανεπιστημιακά campuses μέσα στην επένδυση. Το αντίστοιχο θα μπορούσε να γίνει και στις εκτάσεις που η Eldorado δεν αξιοποιεί στη Χαλκιδική.