Η πρόκριση του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού στους 8 της Euroleague δικαιώνει όσους πιστεύουν ότι το χρήμα δεν φέρνει την αθλητική ευτυχία.
Οι διοικήσεις των δύο ΚΑΕ μείωσαν δραστικά τα μπάτζετ τους την τελευταία διετία και επέλεξαν να επενδύσουν στο ταλέντο των Ελλήνων παικτών, τους οποίους πλαισίωσαν με ξένους λιγότερο «φανταχτερούς» και πολύ λιγότερο ακριβούς σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Οι Αγγελόπουλοι και οι Γιαννακόπουλοι παρέδωσαν τις ομάδες φέτος σε Έλληνες προπονητές που μπορεί να μην έχουν τη σοφία, την πονηριά και τις ικανότητες του Ίβκοβιτς και του Ομπράντοβιτς, αλλά απέδειξαν – παρά την καχυποψία και αμφισβήτηση των οπαδών – ότι μπορούν να οδηγήσουν τα καράβια στα βαθιά.
Ο Ολυμπιακός είχε φέτος να αντιμετωπίσει και τις απαιτήσεις που δημιούργησε ο περσινός θρίαμβος με την κατάκτηση του τροπαίου. Κι είναι σημαντικό ότι δεν παρασύρθηκε σε σπατάλες αλαζονείας και χρήματος, αλλ’ ακολούθησε το ίδιο μοντέλο επιχειρώντας να το ενισχύσει με μπασκετικές επιλογές κι όχι με κινήσεις εντυπώσεων.
Ο Παναθηναϊκός κατάφερε στην πιο δύσκολη περίοδο της σύγχρονης ιστορίας του, στην αρχή της μετά-Ομπράντοβιτς εποχής, όχι μόνο να σταθεί όρθιος, να πάρει τον πρώτο εγχώριο τίτλο, μα και να είναι ολοζώντανος στη διεκδίκηση όσων διεκδικούσε (και συνήθως κατακτούσε) στα χρόνια του Σέρβου: το πρωτάθλημα και την Ευρωλίγκα.
Ο Ολυμπιακός έχει πιο πολλές πιθανότητες να βρεθεί στο Final 4 του Λονδίνου με το πλεονέκτημα έδρας κόντρα στην Εφές, όμως κι ο Παναθηναϊκός έχει το βάρος της φανέλας, τη δυνατή ομάδα και την πίστη ότι μπορεί να αποκλείσει την Μπαρτσελόνα στο σπίτι της. Το έχει ξανακάνει.
Σημασία έχει ότι αμφότεροι οι αιώνιοι παραμένουν στην μπασκετική ελίτ της Ευρώπης, δίχως πια τον πακτωλό εκατομμυρίων που ξόδευαν-σπαταλούσαν τα περασμένα χρόνια. Παραδίδουν μαθήματα διαχείρισης στην κρίση, αρκεί πια να βρουν τον τρόπο να βελτιώσουν τις σχέσεις τους και να παραδώσουν μαθήματα διαχείρισης και αντιμετώπισης του φανατισμού.