Γράφει ο Ceteris Paribus
Η ΝΔ, παρότι ιδρύθηκε στη Μεταπολίτευση, είναι συνδεδεμένη με τη μετεμφυλιακή ιστορία της Ελλάδας. Στη Μεταπολίτευση, λοιπόν, την περίοδο των μεγάλων μεταμορφώσεων και μετασχηματισμών, το εγχείρημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν να ξαναφτιάξει το βασικό κόμμα της αστικής τάξης από την αρχή, εξασφαλίζοντάς του μια νέα ταυτότητα ικανή να το διαχωρίσει από την «κακόφημη» προϊστορία της προδικτατορικής ΕΡΕ. Μια ταυτότητα ήπιας, δημοκρατικά προσηλωμένης και κοινωνικά δεκτικής στα μηνύματα των καιρών Δεξιάς. Ήταν μια περίοδος που επέβαλλε και επέτρεπε έναν τέτοιο μετασχηματισμό, που άλλωστε ήταν τμήμα του γενικότερου μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος (νομιμοποίηση ΚΚΕ, Σύνταγμα 1975, κατάρρευση της παλιάς Ένωσης Κέντρου και ίδρυση του ΠΑΣΟΚ κ.λπ.).
Ωστόσο, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να εκτονώσουν το «απωθημένο» των επώδυνων δεκαετιών που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο. Έτσι, το «δεύτερο κύμα» του εκδημοκρατισμού το εξέφρασε το ΠΑΣΟΚ. Αυτός ο εκδημοκρατισμός κινήθηκε προς τα κάτω και προς την περιφέρεια της κοινωνίας – η δημοκρατία στους μαζικούς κοινωνικούς χώρους αποκαταστάθηκε τότε, και μαζί της τότε έφυγε οριστικά «ο φόβος του χωροφύλακα». Το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε ωστόσο -και έκανε σημαντικά βήματα- να εντάξει τις αποκλεισμένες λαϊκές τάξεις στο σύστημα εξουσίας. Ως φορέας τέτοιων υποσχέσεων, θριάμβευσε πάνω στη ΝΔ, πέταξε εκτός πολιτικού παιχνιδιού τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1985 και έβαλε τις βάσεις για να αναδειχτεί στο μακροβιότερο μηχανισμό εξουσίας στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Η «σκληρή ζωή» έκανε ώστε το ΠΑΣΟΚ να αναγκαστεί να διαχειριστεί την πρώτη, ήπια, φάση της στροφής στο νεοφιλελευθερισμό, αρχίζοντας από το 1985-87 (πρώτη υπουργία Σημίτη). Η νέα θριαμβευτική επάνοδος της ΝΔ έγινε με πολιτικό πρόταγμα το «νεοφιλελευθερισμό χωρίς ενοχές» και χωρίς όρια. Έτσι, η ΝΔ ανανέωσε για δεύτερη φορά το πολιτικό της προφίλ, με ηγέτη τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, σαν κόμμα της αυταρχικής νεοφιλελεύθερης Δεξιάς. Στη συλλογική μνήμη των λαϊκών στρωμάτων, η διακυβέρνηση του 1991-1993 με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ήταν μια ευθεία απόπειρα να ανατραπούν οι δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων που τις καθιστούσαν συμμέτοχες στο παιχνίδι της εξουσίας.
Η τρίτη αναθεώρηση του πολιτικού προφίλ της ΝΔ έγινε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή την περίοδο 2004 – 2009: δημοκρατική κεντροδεξιά, με λαϊκές ευαισθησίες αλλά όχι «λαϊκή», με γεωπολιτικές αντιστάσεις – κάτι που να θυμίζει την πρώιμη μεταπολιτευτική περίοδο του καραμανλισμού. Μέχρι και το 2008 η οικονομική συγκυρία ευνοούσε την παλινόρθωση αυτού του τύπου του «καραμανλισμού». Όπως ύστερα από την κρίση του 2008 ο καραμανλισμός αυτός παρέδωσε τα κλειδιά της εξουσίας (στην ουσία απέδρασε) μετατρέποντας την πολιτική του υπόσχεση σε υπόσχεση για ανάγκη σκληρών μέτρων.
Κληρονόμος της μαζικής ενστικτώδους αντίδρασης για μια φιλολαϊκή άμυνα απέναντι στην κρίση, ο Γιώργος Παπανδρέου με το «λεφτά υπάρχουν» κέρδισε περιφανή νίκη, επιβεβαιώνοντας ότι η καρδιά της Μεταπολίτευσης είναι μία: η μνήμη και απαίτηση των λαϊκών τάξεων να μετέχουν στο πλαίσιο της εξουσίας, να μην είναι ουσιαστικά αποκλεισμένες από αυτό, να μη λειτουργεί το πολιτικό σύστημα σαν μηχανισμός αποκλεισμού τους και υποβάθμισής τους, οικονομικής και πολιτικής.
Όσοι ταυτίζουν αυτή τη γνήσια λαϊκή απαίτηση με κάποιου είδους κακόφημο λαϊκισμό, θα μετράνε συνέχεια «προδοσίες» που δεν θα μπορούν να ερμηνεύσουν, θα βλέπουν κόμματα και ηγέτες να καταρρέουν «ανεξήγητα», θα φρενιάζουν για το «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου θεωρώντας τον απλώς φτηνό λαϊκισμό, θα αδυνατούν να ερμηνεύσουν το «φαινόμενο» ΣΥΡΙΖΑ που εκτινάχτηκε από το 4% μέχρι και την κυβερνητική εξουσία, και ξαναθριάμβευσε ανατρέποντας την ίδια του την πολιτική! Γιατί; Διότι απλούστατα, έχοντας ήδη ψηφίσει ένα μνημόνιο, υποσχέθηκε την εφαρμογή του με «κοινωνική ευαισθησία» και με «παράλληλο πρόγραμμα», ενώ η ΝΔ υποσχέθηκε ότι θα φέρει επενδύσεις και έτσι θα ωφεληθούν οι λαϊκές τάξεις. Διότι η ΝΔ στις κατά καιρούς ανανεώσεις του προφίλ της απέτυχε να αποτινάξει από πάνω της τον μουτζούρη της μετεμφυλιακής ΕΡΕ. Διότι ο συναινετικός Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν απέφυγε την κρίσιμη στιγμή, αμέσως ύστερα από το δημοψήφισμα, να δηλώσει ότι «αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν φέρει ως την Τετάρτη συμφωνία με τους δανειστές, η αστική τάξη θα αντιδράσει διαφορετικά»… Διότι πριν απ’ αυτόν, ο Αντώνης Σαμαράς επανέφερε το εμφυλιοπολεμικό πολιτικό λόγο των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Διότι ακόμη και η πιο σοβαρή προσπάθεια ανανέωσης του πολιτικού προφίλ της ΝΔ, με τον Κώστα Καραμανλή, κατέληξε σε πολιτική αυτοκτονία, υποσχόμενη στις εκλογές του 2009 «αίμα και δάκρυα» – και όταν ακούνε τέτοιες «ηρωικές» προτροπές, οι λαϊκές τάξεις ξέρουν από ένστικτο ότι η καμπάνα χτυπάει γι’ αυτές κι όχι για τους «άλλους»…
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στη ΝΔ, που είναι το θέμα μας εδώ. Αν η βουλιμική επανάληψη της απαίτησης να μπει τέλος στη Μεταπολίτευση σημαίνει μια αυταρχική δημοκρατία, ικανή να καταργεί τον ίδιο της τον εαυτό αν χρειαστεί, που θα αποκλείσει ξανά τις λαϊκές τάξεις από το πλαίσιο της εξουσίας, τότε αυτό πολύ δύσκολα θα γίνει με τη συναίνεσή τους. Και -τι κακοτυχία!- οι λαϊκές τάξεις είναι η μεγάλη πλειονότητα των ψηφοφόρων…
Σαν κόμμα της αστικής τάξης, που διαφεντεύεται από μερικές μεγάλες οικογένειες, η ΝΔ δεν μπορεί να κάνει το άλμα, δεν μπορεί να μεταμορφωθεί με το μόνο τρόπο που θα μπορούσε να την κάνει πραγματικά «λαϊκή». Υποσχόμενη «αίμα και δάκρυα» και σωτηρία διά των επενδύσεων όταν η ανεργία είναι πάνω από 25% και στους νέους σταθερά πάνω από 50%, θα είναι αναγκασμένη να αναδιπλώνεται στο «ιστορικό της πεπρωμένο»: να βγάζει τη «βρόμικη δουλειά» όταν η αστική τάξη ζορίζεται! Και να σώζει το σύστημα «ματώνοντας» τις λαϊκές τάξεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η διάσταση ανάμεσα στο κεντροδεξιό πολιτικό προφίλ και το προφίλ της «λαϊκής Δεξιάς» δεν έχει κανένα ζωτικό περιεχόμενο. Αν παραπέμπει κάπου, είναι στις εξελίξεις που κάθε πλευρά αναμένει και στο ρόλο που φαντάζεται ότι η ΝΔ θα πρέπει να διαδραματίσει. Αν θα πάμε σε μια -οδυνηρή έστω και σταδιακή- έξοδο από την κρίση, τότε με το ήπιο κεντροδεξιό προφίλ μπορεί να προσδοκά ότι θα διαδεχθεί τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα όταν αυτός θα πέσει υπό το βάρος της διάψευσης της προεκλογικής του υπόσχεσης. Αν όμως πάμε σε νέες περιπλοκές της κρίσης, που αναπόφευκτα θα φέρουν και νέα πολιτική «σκλήρυνση», τότε μια «λαϊκή Δεξιά», ολίγον εμφυλιοπολεμική και ρεβανσιστική, θα είναι πιο κατάλληλο πολιτικό εργαλείο. Σε αυτή τη δεύτερη υπόθεση εργασίας κινήθηκε συνειδητά ο Αντώνης Σαμαράς, ίσως ο μόνος που έχει μια ξεκάθαρη ιδέα (αδιάφορο αν συμφωνεί κανείς με αυτήν) για την εξέλιξη των πραγμάτων, τα «πεπρωμένα» και το ρόλο της δεξιάς παράταξης μέσα σε μια τόσο βαθιά κρίση.
Εξ όσων μπορούμε να κατανοήσουμε από όσα δημοσίως λέγονται, αποκαλύπτονται και γράφονται, η συζήτηση είναι μάλλον επιφανειακή και υποκύπτει σε ρηχά επικοινωνιακά κριτήρια. Δεν ξέρουμε αν κάποια «κέντρα» της αστικής τάξης έχουν σοβαρότερους προβληματισμούς για το μέλλον του βασικού της κόμματος. Σίγουρα όμως οι πρωταγωνιστές της μάχης για την αρχηγία εμφανίζονται ανίδεοι με το πραγματικό πρόβλημα του κόμματος στο οποίο θέλουν να ηγηθούν και το πραγματικό του βάθος.