Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Με το λεξιλόγιο της δεκαετίας του 80, επί των ημερών του Ανδρέα Παπανδρέου, αυτό που συνέβη στον Γιάνη Βαρουφάκη είναι… αναδόμηση. Μένει στο κυβερνητικό σχήμα αλλά θα είναι σε «περιορισμό στο υπουργείο του», φορώντας «βραχιολάκι» αρμοδιοτήτων, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τη διαπραγμάτευση ενώ οι συνεργάτες που είχε επιλέξει αποσύρονται άρον – άρον από το κάδρο.
Ο Βαρουφάκης έπεσε θύμα της αλαζονείας του. Αυτό που υπήρξε το μεγάλο όπλο του για να κάνει μια θεαματική είσοδο στην πολιτική, αποδείχθηκε τελικά και το μεγάλο μειονέκτημά του. Άλλο το να ξέρεις από οικονομική θεωρία κι άλλο να νομίζεις πως τα ξέρεις όλα. Βασιζόμενος αποκλειστικά στην εικόνα του και στο twitter του, θεώρησε πως είχε τις ευφυέστερες επικοινωνιακές λύσεις για την κατάσταση στην οποία κάθε φορά βρισκόταν. Η πραγματικότητα ασφαλώς διέψευδε την τακτική του αλλά όπως συμβαίνει με όσους τελούν σε «παραλήρημα μεγαλείου», δεν έβλεπε ή υποτιμούσε τη συστηματική αποδόμηση που υφίστατο. Μοιραία η αποδόμηση έφερε την αναδόμηση, έστω κι αν αυτή συνοδεύεται από δηλώσεις στήριξης κατά το γνωστό «να σε κάψω Γιάνη, να σ’ αλείψω μέλι».
Μετά την ατυχή φωτογράφιση του αστικού βίου του, μετά την ατυχέστατη ανακοίνωσή του περί συνάντησης με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα εκμεταλλευόμενος μια εθιμοτυπική εκδήλωση, το κακό της «ατυχίας» τρίτωσε, όταν έβαλε το γραφείο του να διαρρέει πως βρίσκει βαρετά τα δείπνα με τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης και προτιμάει να τρώει λουκάνικα και να πίνει μπύρες με τους φίλους του. Ο πρωθυπουργός είχε πάρει πλέον το μήνυμα: η διαπραγμάτευση είχε αρχίσει να έχει ως θέμα τον διαπραγματευτή κι αυτό οδηγούσε νομοτελειακά σε αδιέξοδο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Βαρουφάκης είναι ένας ευφυής και ικανός άνθρωπος. Αλλά δεν κάνουν όλοι για όλα, ειδικά όταν το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι η ικανότητα σύνθεσης κι αυτή, λόγω χαρακτήρα, δεν την έχει. Υπό αυτή την έννοια ο Βαρουφάκης ό,τι είχε να δώσει στο θέμα της διαπραγμάτευσης το έδωσε. Τρόμαξε τους ευρωπαίους δανειστές αλλά έμεινε σε αυτή τη θέση πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν, δίνοντας έτσι χώρο και χρόνο για να απαξιωθεί. Κι αυτό, με βάση την εικοσαετή εμπειρία μου σε θέματα πολιτικού σχεδιασμού και επικοινωνίας, συνέβη λόγω της απειρίας που χαρακτηρίζει συνολικά αυτή την κυβέρνηση κι αδυνατεί να συγχρονίζει τις αποφάσεις της στον σωστό πολιτικό χρόνο ώστε να ηγείται των γεγονότων και να μην άγεται από αυτά. Βεβαίως δεν υπάρχει τρόπος να είσαι έμπειρος μέσα σε 20 μέρες και είναι προς τιμήν του Τσίπρα που το παραδέχθηκε στη χθεσινοβραδινή του συνέντευξη στον Χατζηνικολάου. Κανονικά ωστόσο η αντίστροφη μέτρηση για μια βελούδινη απόσυρση του Βαρουφάκη από το «γήπεδο» της διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει εκείνη την Κυριακή που έβγαιναν βόλτα πεζοί με τον Τσίπρα στο Παγκράτι.
Η αναβάθμιση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, ο οποίος μέχρι τώρα ήταν απλά ο αμήχανος συνεπιβάτης στη σέλα της μηχανής του Βαρουφάκη καθώς και η συνολική αναδιοργάνωση της διαπραγματευτικής ομάδας με τη συμμετοχή «των ανθρώπων του Αντιπροέδρου» Γιάννη Δραγασάκη είναι το οργανωτικό άλλοθι για την επίλυση ενός πολιτικού προβλήματος.
Η διαπραγμάτευση περνάει πλέον αποκλειστικά στα χέρια του Τσίπρα και είναι ο πρωθυπουργός αυτός που θα την οδηγήσει στην επίτευξη της συμβιβαστικής συμφωνίας. Έντιμης ή μη… Ο Τσίπρας βλέπει πως η κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει και πως η υπεραισιόδοξη αυτοπεποίθηση που του μετέφερε ο Βαρουφάκης δεν έφερε τα χειροπιαστά αποτελέσματα που προσδοκούσε, αναγκαζόμενος έτσι να ξύνει «τον πάτο του βαρελιού» των δημόσιων ταμείων για να μείνει η χώρα όρθια.
Η διαπραγματευτική στρατηγική του Βαρουφάκη (και των διεθνών συνομιλητών του) απέτυχε να δώσει βιώσιμη διέξοδο για την Ελλάδα. Πολλή ρητορική και «θεωρία παιγνίων» αλλά …. από πίτα τίποτα. Ο πρωθυπουργός δεν είχε άλλη επιλογή. Έκαψε τον Γιάνη, για να μην κάψει τη χώρα. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια και τώρα ο Τσίπρας είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος ό,τι δεν έγινε σε τρεις μήνες να το κάνει σε τρεις μέρες…