Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Μετά από το αποτυχημένο πείραμα της Τερέζα Μέι να αποκτήσει στις πρόωρες εκλογές την αυτοδυναμία στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, τα πράγματα γύρω από το Brexit κρέμονται κυριολεκτικά από μία κλωστή. Όμως ποιες είναι οι οικονομικές συνέπειες που θα φέρει το Brexit και τι γίνεται με την Βόρεια Ιρλανδία.
Μετά από δύο μήνες από τις πρόωρες εκλογές οι επίσημες διαπραγματεύσεις σχετικά με το Brexit έχουν αρχίσει να παίρνουν φωτιά, ιδιαίτερα όσο συνειδητοποιείται η οικονομική απειλή που θα υπάρξει στις τράπεζες του Λονδίνου όταν θα ολοκληρωθεί η διαδικασία αποχώρησης από την ΕΕ.
42 δις κοστίζει το Brexit στις τράπεζες
Η οικονομική ζημιά που θα αντιμετωπίσουν οι ισχυρές τράπεζες με έδρα το Λονδίνο αποτιμάται από 30 έως 50 δισ. δολάρια (25,4 – 42,3 δισ. ευρώ) για να μεταφέρουν δραστηριότητές τους σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Αυτό θα συμβεί εάν επικρατήσει το σενάριο του «σκληρού» Brexit και μετακινηθούν από το Λονδίνο.
Πιθανώς, μάλιστα, να τις μεταφέρουν αυτούσιες στη Νοτιοανατολική Ασία ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παράλληλα, συνολικά ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Βρετανίας ενδέχεται να χάσει έως και 40.000 θέσεις εργασίας στην επενδυτική τραπεζική τα επόμενα χρόνια.
Ήδη άλλωστε τράπεζες όπως η Goldman Sachs και η UBS και οι ιαπωνικές Nomura, Daiwa και Sumitomo Mitsubishi Financial Group έχουν ανακοινώσει τα σχέδιά τους να ανοίξουν νέα γραφεία στη Φρανκφούρτη, δίνοντας προβάδισμα στη γερμανική πόλη έναντι των ανταγωνιστών της Παρίσι και Δουβλίνο.
Επιπλέον, εάν δεν συναφθεί συμφωνία μεταξύ Βρετανίας και Ε.Ε. για πρόσβαση στην ενιαία αγορά, οι τράπεζες, που θα μεταφέρουν δραστηριότητές τους στην Ευρώπη, θα δουν τις λειτουργικές τους δαπάνες να αυξάνουν έως και κατά 1 δισ. δολάρια (900 εκατ. ευρώ).
Η πρώτη από τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες, που έκανε τον υπολογισμό του κόστους μεταφοράς δραστηριοτήτων σε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και συγκεκριμένα στο Παρίσι, ήταν η HSBC. Η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ευρώπη με κριτήριο τα περιουσιακά της στοιχεία θα χρειαστεί περί τα 300 εκατ. δολάρια (254 εκατ. ευρώ) για να μετεγκαταστήσει στη γαλλική πρωτεύουσα 1.000 στελέχη της.
Κοσμοϊστορικές αλλαγές φέρνει το Brexit
Μία από τις προεκλογικές θέσεις της Πρωθυπουργού της Βρετανίας ήταν να μπει ένα τέλος στην ελευθερία διακίνησης ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η θέση φαίνεται πως αρχίζει και παγιώνεται ως όρος για την συνέχεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και Μεγάλης Βρετανίας.
Η κοσμοϊστορική αυτή αλλαγή προκύπτει μετά από δηλώσεις του εκπροσώπου της Βρετανίδας πρωθυπουργού, Τερέζα Μει. Ο εκπρόσωπος διευκρίνισε ωστόσο ότι η κυβέρνηση επεξεργάζεται κάποιες προτάσεις για τα δικαιώματα των Ευρωπαίων πολιτών στην μετά το Brexit εποχή.
«Κάποιες ρυθμίσεις του μεταναστευτικού συστήματος θα υποβληθούν εν ευθέτω χρόνο, θα ήταν λάθος να κάνουμε εικασίες για το τι θα περιλαμβάνουν αυτές ή να εισηγηθούμε ότι η ελεύθερη μετακίνηση θα συνεχίσει όπως ακριβώς είναι», είπε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της Μέι.
Παράλληλα φαίνεται να υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ κυβέρνησης και υπουργικού συμβουλίου για το ότι η διαδικασία θα πρέπει να είναι όσο γίνεται ομαλότερη. Σε ότι αφορά την φορολογική πολιτική αυτή παραμένει υπό αξιολόγηση, καθώς η Βρετανία εστιάζει στην εξασφάλιση μιας καλής συμφωνίας για τη Βρετανία στην εποχή μετά την αποχώρηση από την Ε.Ε.
Η απειλή της Βόρειας Ιρλανδίας
Μετά την νίκη της Τερέζα Μέι η ίδια έπρεπε να έρθει σε συμφωνία με το κόμμα της Βορείου Ιρλανδίας DUP, το οποίο πλέον είναι και κυβερνητικός εταίρος. Ποια είναι όμως η απειλή που πρόκειται να αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της μετά την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.
Μετά το Brexit, τα κεφάλαια της ΕΕ θα πρέπει να αντικατασταθούν από χρηματοδότηση από το Λονδίνο ή διαφορετικά η ύφεση στη Βόρεια Ιρλανδία θα είναι αναπόφευκτη. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν έχει ακόμη υποδείξει ποια προγράμματα προϋπολογισμού της ΕΕ θα αντικαταστήσει μετά το 2020 (ο υπουργός Οικονομικών Philip Hammond έχει εγγυημένη χρηματοδότηση της ΕΕ για ένα χρόνο μετά το 2019, τη χρονιά που πιθανώς η Βρετανία θα αποχωρήσει από την ΕΕ).
Ακόμη και την κοινή συμμετοχή στην ΕΕ, το εμπόριο αγαθών Βορά-Νότου είναι εντυπωσιακά χαμηλό για δύο μικρές κοινότητες που μοιράζονται το ίδιο νησί. Περίπου ένα τέταρτο των εξαγωγών αγαθών της Βόρειας Ιρλανδίας πηγαίνει στο Νότο αλλά λιγότερο από το 2% των εξαγωγών αγαθών της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας πηγαίνει στη Βόρεια Ιρλανδία.
Τυχόν έξοδος από την ΕΕ χωρίς μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ θα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο το διασυνοριακό εμπόριο αγαθών, καθώς θα υπόκεινται σε δασμούς. Η αστυνόμευση των τελωνειακών συνόρων δεν θα είναι εύκολη και θα απαιτεί μια σημαντική επένδυση πόρων στα βόρεια και νότια των συνόρων. Αλλά το μέλλον των ιρλανδικών συνόρων δεν είναι μόνο ένα εμπορικό ζήτημα.
Είναι επίσης μια μεγάλη πρόκληση μετανάστευσης, αντιμετώπισης της τρομοκρατίας και εγκλημάτων και για τις δύο χώρες. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου και εάν θα συνεχίσει να έχει πρόσβαση στις υπηρεσίες δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων της ΕΕ και στα μέσα.
Από όλα τα έθνη και τις περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου, η Βόρεια Ιρλανδία έχει την πιο επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσει μια ξεχωριστή, προνομιούχα σχέση με την ΕΕ στην μετά το Brexit εποχή. Η Βόρεια Ιρλανδία απολαμβάνει ήδη ένα ειδικό καθεστώς στην ΕΕ από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής στο 1998. Και η ιθαγένεια της ΕΕ θα παραμείνει ένα αυτόματο δικαίωμα για πολλούς ανθρώπους που έχουν γεννηθεί στη Βόρεια Ιρλανδία μετά το Brexit.
Τόσο η ΕΕ όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να καταρτίσουν ένα σχέδιο περιορισμού των ζημιών για τη Βόρεια Ιρλανδία εάν αποτύχουν να συμφωνήσουν σε μια συνολική εμπορική συμφωνία. μια πρόταση θα ήταν η δημιουργία ενός ειδικού καθεστώτος για τα ιρλανδικά και βορειοιρλανδικά αγαθά και υπηρεσίες, ουσιαστικά να απαλλασσόταν από δασμούς και περισσότερους ελέγχους εάν παραμείνουν στο νησί της Ιρλανδίας.