Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα διαπραγματεύτηκε – είναι η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που το κάνει, και αυτό από μόνο του είναι μια μεγάλη αλλαγή. Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία ότι διαπραγματεύτηκε σκληρά, εξαντλώντας όλα τα περιθώρια στο πλαίσιο της πολιτικής που είχε από τους ψηφοφόρους της και τον ελληνικό λαό – όσο σκληρό και αν ακούγεται για τα κόμματα που συμμετείχαν στις προηγούμενες κυβερνήσεις τη μνημονιακή πενταετία, για πρώτη φορά είχαμε μια ελληνική κυβέρνηση και όχι μια κυβέρνηση-συνεργάτη των δανειστών.
Παρά όλα αυτά, όμως, και τούτων δοθέντων, αυτή η κυβέρνηση εξαναγκάστηκε σε οδυνηρό συμβιβασμό: αποδέχτηκε την παράταση του μνημονίου, την τρόικα μετονομασμένη σε θεσμούς, τη χρηματοδότηση των δανειακών αναγκών του Δημοσίου μέσω ολοκλήρωσης της τελευταίας αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος, τον «ενταφιασμό» του προγράμματος της Θεσσαλονίκης για τέσσερις μήνες (;), την ανατροπή καίριων σημείων του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (διαγραφή χρέους, δημόσιος έλεγχος και ιδιοκτησία των τραπεζών, σταμάτημα ιδιωτικοποιήσεων κ.λπ.).
Κάθε αντικειμενικός παρατηρητής πρέπει να παραδεχτεί ότι οι συμβιβασμοί είναι μείζονες – ακόμη και αν ισχύει απόλυτα το κυβερνητικό αντεπιχείρημα ότι «σε αυτή τη φάση και με αυτά τα δεδομένα δεν μπορούσε να γίνει τίποτε καλύτερο».
Αυτή η αντίφαση ανάμεσα σε έναν τέτοιο (επιβεβλημένο ή όχι) συμβιβασμό και στις προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είναι λογικό και αναμενόμενο ότι θα κρατάει ανοιχτό το εσωκομματικό μέτωπο στο κυβερνητικό κόμμα. Διότι η αντίφαση αυτή εδράζεται στην αντίφαση του προεκλογικού «συμβολαίου» του ΣΥΡΙΖΑ με το λαό: και κατάργηση των μνημονίων και παραμονή στο ευρώ. Αποδείχτηκε πλέον -και με το παραπάνω- ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να υπάρξουν ταυτόχρονα. Προς το παρόν, η αντίφαση λύθηκε με συμβιβασμό με το μνημονιακό πλαίσιο, δηλαδή εις βάρος της εξαγγελίας για κατάργηση των μνημονίων και της τρόικας. Στο τέλος του τετραμήνου όμως, δηλαδή τον Ιούνιο, θα επανέλθει με οξύτητα το ζήτημα, για να λυθεί οριστικά και ξεκάθαρα.
What’s on Tsipra’s mind? Θέλει να επανέλθει στη σκληρή διαπραγμάτευση για να αλλάξει τα δεδομένα; Ή «θα κοιμηθεί όπως έστρωσε» με την τωρινή συμφωνία; Πρώτα πρέπει να αποφασίσει επ’ αυτού.
Δεν είμαστε μάντεις για να ξέρουμε τι σκέφτεται – μόνο με την πάροδο του χρόνου, από τα «σημάδια» του κυβερνητικού έργου, θα αρχίσουμε να το αντιλαμβανόμαστε. Όμως, ό,τι και αν αποφασίσει, ο ίδιος και η κυβέρνησή του θα διαβούν τον Ρουβίκωνα.
Αν μεν η επιλογή είναι να «κοιμηθεί όπως έστρωσε» με την τωρινή συμφωνία, τότε θα πρέπει να ετοιμαστεί για το δικό του «Καστελλόριζο»: αυτός ο αντιμνημονιακός, να υπογράψει ένα νέο, «κανονικό» και όχι μεταβατικό, μνημόνιο – ανεξαρτήτως του πώς θα ονομαστεί. Σε αυτή την περίπτωση, η αντίφαση «και κατάργηση του μνημονίου και παραμονή στην Ευρωζώνη» θα πρέπει να πέσει στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με τη ρητή επικράτηση της άποψης ότι το «πρόταγμα» για παραμονή στην Ευρωζώνη είναι υπέρτερο από το «πρόταγμα» της κατάργησης του μνημονίου. Αυτό σημαίνει ότι την άνοιξη πρέπει να γίνει ένα συνέδριο εσωτερικού ξεκαθαρίσματος και «ιστορικού συμβιβασμού» του ΣΥΡΙΖΑ με το μνημόνιο – πιο ανθρώπινο ίσως…
Αν όμως η επιλογή είναι να δημιουργηθούν στο τετράμηνο όροι, μέσω του κυβερνητικού έργου και όχι μόνο, για να επανέλθει η κυβέρνηση στη γραμμή της σκληρής διαπραγμάτευσης, τότε η αντίφαση «και κατάργηση του μνημονίου και παραμονή στην Ευρωζώνη» πρέπει να λυθεί στην αντίθετη κατεύθυνση και να λυθεί σε επίπεδο εκλογικού σώματος και πολιτικής εντολής στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την περίπτωση, ο Αλέξης Τσίπρας θα πρέπει να πάει σε εκλογές για να ανανεώσει τη λαϊκή εντολή σε νέα βάση: «κατάργηση των μνημονίων ακόμη και αν αυτό σημαίνει σύγκρουση με την Ευρωζώνη και έξοδο από το ευρώ».
Σε κάθε περίπτωση, το πιο διαλυτικό είναι να επιχειρήσει να συντηρήσει αυτή τη διαβρωτική αντίφαση.
«Ιδού η Ρόδος, λοιπόν, ιδού και το πήδημα…» όπως άλλωστε είχε πει και ο ίδιος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.