Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Η ιδέα-σχέδιο Σόιμπλε για τη θέσπιση και κυκλοφορία παράλληλου νομίσματος στην Ελλάδα επανέρχεται ζωηρά στο παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων για το ελληνικό ζήτημα, μεταξύ ευρωπαίων αξιωματούχων, στελεχών γερμανικών και αμερικανικών κεντρικών τραπεζών και μελών του οικονομικού επιτελείου της διοίκησης των ΗΠΑ, μετά την εμπλοκή στις συζητήσεις της ελληνικής κυβέρνησης με το κουαρτέτο. Ίσως, και στην πολιτική πραγματικότητα, η υπόθεση αυτή να είναι που βρίσκεται πίσω από το νέο, αναφερόμενο, αδιέξοδο στη διαβούλευση της ελληνική πλευράς με το κουαρτέτο!
Μόνον που αυτή τη φορά δεν παρουσιάζεται με τη μορφή του περίφημου «time out», αλλά ως μια συντεταγμένη και ελεγχόμενη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μερική αυτονομία στον νομισματικό τομέα της Ελλάδας, έτσι ώστε να ενισχυθεί κυρίως με εσωτερικά χρηματοπιστωτικά μέσα η ρευστότητα στην αγορά, χωρίς η χώρα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Ουσιαστικά πρόκειται για την επαναφορά της συζήτησης για έκδοση ενός G-euro, (: Greek Euro), το οποίο, ωστόσο, δεν θα μπορεί να υποτιμάτε ελεύθερα, καθώς θα προβλέπεται η σύνδεσή του με το (EMS) και άρα η διακύμανσή του θα υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο της ΕΚΤ.
Η θέσπιση του G-euro επιχειρείται τώρα να συνδεθεί με μια σοβαρή ελάφρυνση της ελληνικής εθνικής οικονομίας από το χρέος, δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα να ξεπεραστούν νομικού χαρακτήρα αιτιάσεις που αφορούν στην αδυναμία «κουρέματος» εντός της ευρωζώνης. Σε κάθε περίπτωση θα πρόκειται για ένα (νέο) πείραμα το οποίο θα προσδώσει μια νέα διάσταση στην ευρωζώνη, καθώς η Ελλάδα θα συνεχίσει να αποτελεί οργανικό /πολιτικό κομμάτι της Ευρωζώνης, ενώ θα διαθέτει για εσωτερική χρήση ένα εθνικό νόμισμα, το οποίο, ενταγμένο στο EMS, θα της προσδίδει μεγαλύτερη οικονομική ευελιξία – σχετικά με την ανύπαρκτη σημερινή. Έτσι οι μεταρρυθμίσεις – σύμφωνα με τους μετέχοντες στις συζητήσεις για «διπλό νομιματικό» – θα μπορούσαν να λάβουν ηπιότερο για την ελληνική κοινωνία χαρακτήρα και να υπάρξει, παράλληλα με την απομείωση του χρέους, ένα πιο ελαστικό χρονοδιάγραμμα προσαρμογής, από εδώ και πέρα.
Η πληροφορία – που σου μεταφέρω αναγνώστη μου – για την αναθέρμανση των συζητήσεων ως προς ένα παράλληλο νομισματικό σύστημα για την Ελλάδα, με παραμονή, ωστόσο, στην ευρωζώνη, είναι από αξιόπιστη «πηγή» υψηλού κύρους. Άρα, σέβομαι την εντιμότητά της και δεν πιστεύω πως αυτή καθ΄ εαυτή συνδέεται με πολιτικά παιχνίδια στην ΕΕ και στην Ελλάδα, αν και είναι πολύ πιθανό να συνδεθεί στη συνέχεια. Η αναθέρμανση της συζήτησης είναι γεγονός. Το να αποφύγω, ωστόσο, την «είδηση» με τη σκέψη πως αυτή διαμορφώνει πολιτικό κλίμα και ένα νέο πολιτικό περιβάλλον, έξω από τον δικό μου διαλογικό έλεγχο και έξω ενδεχομένως από τις προθέσεις της «τεχνοκρατικής πηγής» μου, θα ήταν μάλλον προβληματικό εκ μέρους μου!
Όταν κάτι συμβαίνει πραγματικά, έχει ασφαλώς πολιτικούς λόγους που γίνεται, οι οποίοι πρέπει να διερευνηθούν και να κριθούν. Και η αναθέρμανση αυτής της συζήτησης, στο πλαίσιο μάλιστα που την περιέγραψα, είναι γεγονός που πρέπει να κριθεί πολιτικά, εγκαίρως και όχι κατόπιν εορτής. Μετά από μια Σύνοδο Κορυφής – για παράδειγμα – η οποία, ενώ φαινομενικά θα είχε συγκληθεί «ώστε να διασφαλιστεί η τήρηση της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού» – όπως αιτιάται ο Αλέξης Τσίπρας – θα μπορούσε να καταλήξει σε νέα, τελεσιγραφικού χαρακτήρα διλήμματα, τα οποία θα περιστρέφονται γύρω από ένα «διπλό νομισματικό».
Απαιτείται πολιτική προετοιμασία και αντιπαράθεση στο εσωτερικό επ’ αυτού του σεναρίου πριν από τη Σύνοδο, με εμένα να παραμένω πολύ επιφυλακτικός στο άκουσμα της νέας εκδοχής του σχεδίου Σόιμπλε. Νομίζω πως θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα φαίνεται γενικά πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Θα είναι πολιτικώς μια δραματικά ερμαφρόδιτη κατάσταση που θα ολοκληρώνει ασφαλώς το παράδοξο σχήμα της συντεταγμένης πτώχευσης με συντεταγμένη νομισματική αναπροσαρμογή και στόχο την αύξηση της ρευστότητας και των επενδύσεων, χωρίς να μεταβάλει, ωστόσο, την άκρως προβληματική για την ελληνική κοινωνία κατεύθυνση των δημοσιονομικών μέτρων.