Γράφει ο Ceteris Paribus
Η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία δεν ήταν σαν όλες τις άλλες. Περιείχε βέβαια τις απαραίτητες εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ανάπτυξης κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα έμοιαζε με… πολιτικό μανιφέστο. Με εκθέσεις για την παγκόσμια πολιτική συγκυρία ή και με πολιτικά μανιφέστα μοιάζουν επίσης, όλο και περισσότερο το τελευταίο διάστημα, οι εκθέσεις, αναλύσεις, άρθρα κ.λπ. όλων των, θεσμικών και μη, ισχυρών παραγόντων του παγκόσμιου οικονομικού γίγνεσθαι. Προφανώς το εντυπωσιακό αυτό γεγονός μόνο τυχαίο δεν είναι.
Ξαναγυρνώντας στο ΔΝΤ και την πρόσφατη έκθεσή του, ο τίτλος του… πολιτικού του μανιφέστου θα μπορούσε να είναι «Σώστε την παγκοσμιοποίηση από τον κίνδυνο του προστατευτισμού»!
Ιδού η σχετική καίρια περικοπή:
«Η παγκόσμια οικονομία έχει επωφεληθεί από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική πρόοδο. Ωστόσο οι προοπτικές της απειλούνται από τις εσωστρεφείς πολιτικές οι οποίες περιλαμβάνουν τον προστατευτισμό και τις στάσιμες μεταρρυθμίσεις».
Το Ταμείο όμως προχωρεί και σε μια δεύτερη, κρίσιμη πολιτική σύσταση:
«Όπου είναι εφικτό, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δαπανήσουν περισσότερα για την εκπαίδευση, την τεχνολογία και τις υποδομές, ούτως ώστε να επεκτείνουν την παραγωγική τους δυναμικότητα, λαμβάνοντας παράλληλα μέτρα για την άμβλυνση των ανισοτήτων».
Η πρώτη σύσταση ισοδυναμεί με έκκληση για πρωτοβουλίες που θα ανασχέσουν τις διαρκώς διογκούμενες πολιτικές τάσεις που υποσκάπτουν την παγκοσμιοποίηση. Η δεύτερη σύσταση ισοδυναμεί με παραδοχή ότι η «υπεράσπιση της παγκοσμιοποίησης» απαιτεί αλλαγή οικονομικής πολιτικής. Πρέπει να βάλουμε ξανά τον κεϊνσιανισμό στο παιχνίδι, λέει ουσιαστικά το ΔΝΤ. Βεβαίως δεν πρόκειται για τον κεϊνσιανισμό του Μεσοπολέμου ή της χρυσής μεταπολεμικής εποχής, αλλά μάλλον για ένα υβρίδιο κεϊνσιανισμού και φιλελευθερισμού, που συνδυάζει αύξηση κρατικών δαπανών με ταυτόχρονη εμβάθυνση των πολιτικών νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας, αλλά το σημαντικό είναι ότι ο έως πρότινος «καταραμένος» κεϊνσιανισμός μπαίνει στη συζήτηση έστω και με αυτό τον τρόπο.
Η οικονομία είναι… πολιτική
Παρόλο που ο όρος πολιτική οικονομία δεν θέλει να πει ακριβώς αυτό, όλοι οι διεθνείς αναλυτές μιλάνε πλέον για την οικονομία με τη γλώσσα της πολιτικής. Σε άρθρο του στο Bloomberg, μια εμβληματική μορφή για την παγκόσμια επενδυτική κοινότητα, ο Mohamed A. El-Erian, κωδικοποίησε το στρατηγικό πρόβλημα σε τρία σημεία:
α. Η μεγαλύτερη αβεβαιότητα είναι πολιτική. Η αναφορά είναι σε αυτό που το ΔΝΤ αποκαλεί τάσεις υπόσκαψης της παγκοσμιοποίησης, οι οποίες όμως αγκαλιάζουν πλέον τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, αρχίζοντας από τις ΗΠΑ (όπου ο Τραμπ, ανεξάρτητα αν θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές ή όχι, είναι «φαινόμενο» δηλωτικό αυτών των τάσεων), συνεχίζοντας στη Γερμανία (όπου επικρατεί η επιμονή στον ακραίο φιλελευθερισμό και μια… αποκαλυψιακή αντίληψη για το ξεπέρασμα της κρίσης που «αδιαφορεί» ακόμη και για τον κίνδυνο κατάρρευσης της Deutsche Bank), στη Γαλλία (όπου η Λεπέν είναι το ισχυρότερο κόμμα), την Ιταλία (όπου το ευρωσκεπτικιστικό Κίνημα των 5 Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο καλπάζει και ακόμη και το κόμμα του Μπερλουσκόνι έχει μετατοπιστεί στον ευρωσκεπτικισμό), ακόμη περισσότερο τις κεντροανατολικές χώρες και τον Νότο.
.
β. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν αποδειχτεί οι αποτελεσματικότεροι καταστολείς της μεταβλητότητας στις αγορές. Που μεταφράζεται σε αυτό που οι ίδιοι οι κεντρικοί τραπεζίτες λένε κάνοντας διαρκώς εναγώνιες εκκλήσεις στους πολιτικούς: εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε μέχρι τώρα για να σώσουμε την «παρτίδα», τώρα είναι η σειρά σας. Διότι όλοι πλέον έχουν συνειδητοποιήσει ότι έχει εξαντληθεί η δυνατότητα των κεντρικών τραπεζών να σώζουν την «παρτίδα».
γ. Τα οικονομικά της παρατεταμένης χαμηλής ανάπτυξης γίνονται ολοένα και πιο απρόβλεπτα. Εδώ είναι το «ζουμί»: Αυτή η τεχνοκρατική φράση σημαίνει πολύ απλά ότι το παγκόσμιο σύστημα βρίσκεται σε στρατηγικό αδιέξοδο όσον αφορά τη διαχείριση της κρίσης. Διότι οι έως τώρα πολιτικές διαχείρισης αφενός είναι ανεπαρκείς (μόνοι τους οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν μπορούν) και αφετέρου καθήλωσαν την παγκόσμια οικονομία σε παρατεταμένα χαμηλή ανάπτυξη. Τα οικονομικά της οποίας της οποίας «είναι ολοένα και πιο απρόβλεπτα». Τι θα πει αυτό; Ότι ο κίνδυνος σοβαρής υποτροπής της κρίσης είναι «ολοένα και πιο ισχυρός»…
Στην εξίσωση της διαχείρισης της κρίσης, έρχεται λοιπόν το ΔΝΤ να προτείνει:
α) ότι κάτι πρέπει να κάνουν και οι κυβερνήσεις,
β) ότι αυτό που πρέπει να κάνουν, είναι να αυξήσουν τις κρατικές δαπάνες σε τομείς με αναπτυξιακό αποτέλεσμα,
γ) να μειώσουν τις κοινωνικές ανισότητες.
Όλα αυτά θέλουν ασφαλώς πολλή συζήτηση όσον αφορά το πώς «μεταφράζονται» στην πραγματική πολιτική και τι σημαίνουν. Το σημαντικό όμως είναι ότι το ΔΝΤ αισθάνεται τόσο πλήρες το αδιέξοδο, ώστε να ανοίγει αυτή τη συζήτηση.
Μόνο που, ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση με στόχο να σώσει την παγκοσμιοποίηση, αυτό που εισέπραξε στη διάρκεια των διεργασιών της ετήσιας συνόδου του στην Ουάσινγκτον ήταν ένας ανοιχτός «εμφύλιος» ανάμεσα στις ισχυρές «συνιστώσες» της παγκοσμιοποίησης και του δυτικού συστήματος, κυρίως με τη μορφή της άγριας «κόντρας» ΔΝΤ και Ευρωπαίων συνιστωσών του κουαρτέτου των δανειστών προς την Ελλάδα με αφορμή την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αντί για μια γιορτή της παγκοσμιοποίησης, έναν επικήδειο…