Γράφει ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος*
Η συζήτηση γύρω από την Προεδρία Τραμπ, σε Ευρώπη και Αμερική, περιστρέφεται γύρω από δύο κυρίως ερωτήματα:
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι πως θα ανταποκριθούν οι θεσμοί της αμερικανικής δημοκρατίας σε μία προεδρία αντισυστημική, βολουνταριστική, με μικρή ανοχή, όπως έχουμε διαπιστώσει, στις συμβάσεις της αμερικανικής δημοκρατίας και την ελευθερία του Τύπου.
Η ανησυχία επιτείνεται από το γεγονός ότι ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, πέραν της εκτελεστικής εξουσίας, έχουν τον έλεγχο και της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας. Επιπλέον, με νέες τοποθετήσεις δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) μπορεί να επηρεάσει δραστικά τη διαμόρφωση της ατζέντας για σοβαρά κοινωνικά θέματα.
Η άμεση απάντηση είναι ότι τα θεσμικά αντίβαρα στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα είναι πολύ ισχυρά και δοκιμασμένα. Πρόεδροι που παραβίασαν τους κανόνες, τους νόμους και τις συμβάσεις της αμερικανικής δημοκρατίας στο παρελθόν εξέπεσαν του προεδρικού αξιώματος (impeachment process). Ήδη είδαμε τους πρώτους ελέγχους, τους πρώτους κόφτες σε μερικές από τις επιλογές του.
Πρώτον, τις αποφάσεις δικαστηρίων που ανέστειλαν τα προεδρικά διατάγματα για την απαγόρευση εισόδου πολιτών από επτά χώρες. Αλλά και την αναγκαστική παραίτηση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, του Φλιν. Δεύτερον, δεν είναι δεδομένη η αυτόματη και χωρίς έλεγχο στήριξη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος σε όλες τις πολιτικές του. Πολλές από τις πολιτικές του προτάσεις αντιστρατεύονται τον πυρήνα της πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Άλλωστε, στο παρελθόν, οι Δημοκρατικοί με τους Ρεπουμπλικάνους συνεργάστηκαν στο Κογκρέσο για να στερήσουν την πλειοψηφία σε νομοθετικές πρωτοβουλίες του Προέδρου. Είναι κομμάτι της αμερικανικής πολιτικής παράδοσης. Γι’ αυτό πιστεύω ότι, σταδιακά τα θεσμικά αντίβαρα και οι παραδόσεις της αμερικανικής δημοκρατίας θα αμβλύνουν τον βολουνταριστικό τρόπο συμπεριφοράς του Τραμπ και θα τον οδηγήσουν σε αναζήτηση πολιτικών θετικού αθροίσματος.
Το δεύτερο ερώτημα έχει να κάνει με τη θέση της Αμερικής στον κόσμο, την εξωτερική της πολιτική. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στην ταραγμένη και ασταθή εποχή που διανύουμε. Κυρίως γιατί από το 1945 και μετά η Αμερική δίνει τον τόνο στις διεθνείς εξελίξεις. Το σίγουρο είναι ότι η πολιτική της Προεδρίας Τραμπ θα βρίσκεται στον αντίποδα της Προεδρίας Ομπάμα. Και από απόψεως πολιτικής και από απόψεως αισθητικής θα έλεγα. Ο Ομπάμα ήταν ένας φιλελεύθερος ιδεαλιστής, πνευματικό παιδί του Woodrow Wilson και του Reinhold Niebuhr. Ο Τραμπ είναι στον αντίποδα αυτής της φιλοσοφίας.
Τείνουμε να τον κατηγοριοποιήσουμε ως απλό λαϊκιστή, αλλά αυτό είναι μέρος της εικόνας. Ο Τραμπ αντλεί από έναν ωμό ρεαλισμό που πατάει στις βασικές παραδοχές του αμερικανικής παράδοσης του Άντριου Τζάκσον. Με τρία βασικά στοιχεία:
Το πρώτο είναι ένας ποπουλισμός που εκφράζει καχυποψία απέναντι στην ομοσπονδιακή εξουσία και τις ελιτ. Και θεωρεί ως επιτομή της ελευθερίας την ισχύ της δεύτερης τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος. Το δικαίωμα, δηλαδή, κάθε πολίτη να φέρει όπλα.
Το δεύτερο είναι μία παράδοση οικονομικού προστατευτισμού που επιδιώκει εμπορικά προνόμια για τα αμερικανικά προϊόντα στο εξωτερικό. Για τον Τραμπ η παγκοσμιοποίηση είναι μία διαδικασία από την οποία ωφελούνται άλλες χώρες. Όπως δήλωσε, 60.000 εργοστάσια έκλεισαν από τότε που η Κίνα έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και χάθηκε 1 στις 4 θέσεις εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα λόγω της ΝΑΦΤΑ.
Το τρίτο είναι μία πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού. Οι ΗΠΑ θα παρεμβαίνουν στον πλανήτη μόνο όταν διακυβεύονται ζωτικά τους συμφέροντα.
Όπως δήλωσε στο Κογκρέσο, η πολιτική του οικονομικού προστατευτισμού στα διεθνή οικονομικά θα έχει τέσσερις άξονες:
Φορολογικές ελαφρύνσεις για τις αμερικανικές εταιρείες για να επαναπατρίσουν τα εργοστάσιά τους.
Αυστηρή μεταναστευτική πολιτική για να μην απειλούνται αμερικανικές θέσεις εργασίας από τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών.
Επαναδιαπραγμάτευση των εμπορικών συμφωνιών, ιδίως αυτών που έχουν αποφέρει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ. Η αρχή έγινε με τη διάλυση της εμπορικής συμφωνίας των χωρών του Ειρηνικού. Σειρά μάλλον έχει η ΝΑΦΤΑ. Αυτό θα σημάνει και δύσκολες εμπορικές διαπραγματεύσεις στον ευρωατλαντικό χώρο.
Έμφαση στην ενίσχυση των αμερικανικών υποδομών. Δεν μπορεί η Αμερική να ξοδεύει 6 τρισ. στη Μέση Ανατολή και οι υποδομές της να επιδεινώνονται. Και εξήγγειλε ένα πρόγραμμα 1 τρισ. για τα επόμενα χρόνια για τη βελτίωση των υποδομών, με αμερικανούς εργάτες και αμερικανικά προϊόντα.
Σημαίνει αυτή η πολιτική ότι εισερχόμαστε σε μία φάση νεοαπομονωτισμού; Όχι. Μία πολιτική επιλεκτικού παρεμβατισμού. Ο Τραμπ δεν βλέπει τον κόσμο ως ένα παγκόσμιο χωριό, ούτε φιλοδοξεί να τον μετατρέψει σε τέτοιο. Βλέπει τον κόσμο ως ένα πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, της Αμερικής, της Κίνας, της Ρωσίας και της Γερμανίας. Έχει μεγαλύτερη ανοχή για σφαίρες επιρροής και λιγοστό ενδιαφέρον για τη θεσμική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας.
Ο κόσμος του βασίζεται περισσότερο στις νόρμες της αμοιβαιότητας και της αναλογικότητας, παρά στους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Το είδαμε στην περίπτωση του ΝΑΤΟ. Υποχώρησε γρήγορα από τις αρχικές του θέσεις για το ΝΑΤΟ και η όλη συζήτηση τώρα περιστρέφεται όχι γύρω από την αναγκαιότητα της ύπαρξης της Συμμαχίας, αλλά από την αμοιβαιότητα στη συμμετοχή των κρατών-μελών στον προϋπολογισμό της Συμμαχίας (burden sharing).
Εν κατακλείδι, το δόγμα Τραμπ είναι ένα δόγμα οικονομικού προστατευτισμού και επιλεκτικού παρεμβατισμού, με μία εκφορά αντισυστημικού λαϊκισμού. Μας ξενίζει γιατί έρχεται μετά τη διακυβέρνηση Ομπάμα. Αλλά, το δόγμα αυτό το συναντάμε διαχρονικά στα δίπολα της αμερικανικής πολιτικής σκηνής. Προστατευτισμός Vs Παγκοσμιοποίηση, Παρεμβατισμός (ιδεαλιστικός ή ρεαλιστικός) Vs Απομονωτισμός. Υπό την έννοια αυτή ούτε νέο είναι ούτε πρωτόγνωρο.
*Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και πρώην Υπουργός.