Η πράξη της αποστολής οπλισμού στην Ουκρανία και η πρωτοβουλία της Ελλάδας
Σχόλιο για την αποστολή οπλισμού στην αμυνόμενη Ουκρανία από την Ελλάδα μετά τη ρωσική εισβολή και την πρωτοβουλία για συνάντηση με τον Ερντογάν.
Του κ. Κωνσταντίνου Γάτσιου*
Ηπροσφορά βοήθειας στον κατατρεγμένο είναι μία πράξη ήθους, μία πράξη που απορρέει από την αίσθηση δικαίου που μπορεί να χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο ή ένα ολόκληρο έθνος. Με την έννοια αυτή, η αποστολή οπλισμού στην αμυνόμενη Ουκρανία ήταν μία ηθική πράξη.
Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει, η ηθική αυτή πράξη μπορεί να στοιχίσει ακριβά. Δεν είναι μόνο ότι δεν έχουν στείλει όλες οι δυτικές χώρες, ούτε καν όλες οι χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, βοήθεια με τη μορφή οπλισμού στην Ουκρανία. Το κύριο είναι ότι συνιστά μία πράξη καθαρά εχθρική προς τη Ρωσία, που διακινδυνεύει να κλείσει κάθε μονοπάτι συνεργασίας μας μαζί της στα επόμενα χρόνια.
Αυτό έχει σημασία για πολλούς λόγους, ένας από τους οποίους, ο κυριότερος νομίζω, είναι ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις διαθέτουν πολλά και σημαντικά οπλικά συστήματα ρωσικής κατασκευής και προέλευσης. Για να αναφέρω λίγα από αυτά, είναι οι πύραυλοι S-300, τα αντιαεροπορικά TOR Μ1 και τα αντιαρματικά Kornet. Οι S-300 από μόνοι τους, νομίζω, θα ήταν ικανοί να κατεβάσουν κάτω την μισή τουρκική αεροπορία. Τώρα, πολύ φοβάμαι πως σε λίγο καιρό αυτά τα οπλικά συστήματα δε θα είναι πια χρησιμοποιήσιμα από τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις γιατί θα λείψει η ρωσική συντήρηση, η ρωσική παρακολούθηση και συνεργασία για την επίλυση τεχνικών προβλημάτων και, κυρίως,τα ρωσικά ανταλλακτικά και πυρομαχικά. Για αυτόν τον λόγο θεωρώ ότι η αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία ήταν μία πράξη ηθική μεν, η οποία μπορεί να αποβεί οδυνηρή για τη χώρα δε.
Ελπίζω, λοιπόν, ότι η πράξη αυτή θα εκτιμηθεί καταλλήλως από τους φίλους και συμμάχους μας και θα αντιληφθούν και αυτοί ότι δεν πρέπει να εξοπλίζουν το μεσογειακό κακέκτυπο του Πούτιν που λέγεται Ερντογάν. Ελπίζω, δηλαδή, ότι οι φίλοι και σύμμαχοι στον αγώνα ενάντια στον ρωσικό αυταρχισμό Γερμανοί, θα ακυρώσουν τις παραδόσεις των υποβρυχίων αναερόβιας προώθησης στον Ερντογάν. Μπορούν, άλλωστε, να τα κρατήσουν για τον εαυτό τους, για το στρατό των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα δημιουργήσουν τα επόμενα χρόνια. Και ελπίζω, επίσης, ότι οι σύντροφοι και φίλοι Ισπανοί (οι οποίοι δεν απέστειλαν οπλισμό στην Ουκρανία) θα ακυρώσουν, υπό το βάρος της συνείδησής τους, την παράδοση του αεροπλανοφόρου που ναυπηγεί ο Ερντογάν στα ναυπηγεία τους. Και αυτό θα πρέπει να γίνει στόχος και αίτημα της εξωτερικής μας πολιτικής προς τους εταίρους και συμμάχους.
Αν όμως μπορεί να γίνει κατανοητή με όρους ηθικής, αλλά ίσως και με όρους εθνικής σκοπιμότητας, η πράξη της αποστολής οπλισμού στην Ουκρανία, είναι εντελώς ακατανόητη και λανθασμένη η πρωτοβουλία της Ελλάδας –και η σπουδή της, μάλιστα– για συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ερντογάν. Υπάρχει μόνο μία περίπτωση που αυτό θα αποτελούσε μία σωστή πρωτοβουλία. Εάν όλοι όσοι έπεισαν τον πρωθυπουργό για αυτό έχουν διασταυρωμένες και ασφαλείς πληροφορίες ότι εξαιτίας του σοκ που του προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο κύριος Ερντογάν είχε μία επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ή ότι, έστω, στον«δρόμο για τη Δαμασκό» του αποκαλύφθηκε η αλήθεια. Ώστε να έχει αποφασίσει από τούδε και στο εξής να εγκαταλείψει την επιθετικότητα προς τη χώρα μας και να τείνει χείρα αιώνιας και παντοτινής φιλίας. Εάν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε καλώς επισπεύδουμε να τον συναντήσουμε για να παραλάβουμε από το χέρι του τον κλάδο ελαίας που θα μας προσφέρει.
Εάν όμως δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε κάνουμε ένα πολύ μεγάλο λάθος. Εν πρώτοις, δείχνουμε στη διεθνή κοινή γνώμη ότι είμαστε κουτοπόνηροι και επιφανειακοί, διότι σε μία εποχή σαν τη σημερινή που τα σπαθιά έχουνε βγει από τις θήκες τους και οι μάσκες έχουν πέσει, ενέργειες δημιουργίας εντυπώσεων σαν αυτή δεν παραπλανούν κανένα. Το κυριότερο, όμως, είναι πως με αυτό τον τρόπο επιδαψιλεύουμε τιμές και κύρος στον Ερντογάν σε μία στιγμή που έχει χάσει πλήρως την όποια αξιοπιστία του, προσπαθώντας να πατήσει σε δύο βάρκες – και στη Δύση και στην Ανατολή, και στον αμυνόμενο και στον επιτιθέμενο. Τη στιγμή που από τη μία καταδικάζει φραστικά την εισβολή, και επιχειρεί μάλιστα να πουλήσει και άλλα Bayractar στην Ουκρανία, αλλά από την άλλη δεν εφαρμόζει τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, δεν κλείνει τον εναέριο χώρο για τα ρωσικά αεροπλάνα και –το κυριότερο– κλείνει το μάτι στον Πούτιν υπονοώντας του ότι η τουρκική οικονομία θα είναι η δίοδος μέσα από την οποία η Ρωσία θα δραπετεύει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό των κυρώσεων.
Αυτόν τον Ερντογάν, με την άστοχη ενέργεια της συνάντησης μαζί του, εμείς τον αναγορεύουμε και πάλι στα μάτια όλων και, κυρίως, της δυτικής κοινής γνώμης ως τον ηγεμονικό παράγοντα στον χώρο της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, εκείνον που όλοι τον έχουν ανάγκη σε εποχές κρίσης και που τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην περιοχή χωρίς την επίβλεψή του. Για αυτό, η συνάντηση με τον Ερντογάν και, μάλιστα, με ελληνική πρωτοβουλία είναι ένα μεγάλο, αλλά και εντελώς ακατανόητο, λάθος για την εξωτερική πολιτική μας. (Η μεγαλύτερη, βέβαια, ντροπή θα είναι αν ο Ερντογάν αρνηθεί την συνάντηση και εμείς αρχίσουμε να κλαυθμηρίζουμε γι’ αυτό).
*Καθηγητής και τέως πρύτανης του ΟΠΑ (2011-2015). Μέλος του διεθνούς επιστημονικού συμβουλίου του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Το 2017 διεκδίκησε την προεδρεία του νέου, ενιαίου φορέα για την εθνική και παραγωγική ανόρθωση της χώρας.