Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Δρόμο διαφυγής από τις κυρώσεις που της επεβλήθησαν φαίνεται να έχει βρει η Πιονγιανγκ, την ίδια ώρα που η κρίση μεταξύ των ΗΠΑ και της Β. Κορέας μπορεί να εξελιχθεί σε οικονομικό επίπεδο. Τι θα σηματοδοτούμε ένας οικονομικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών και ποιος είναι ο ρόλος της Κίνας σε όλα αυτά.
Μέχρι πρόσφατα, ήταν δύσκολο να δει κανείς που θα εμφανιστεί η επόμενη οικονομική κρίση. Ο Τραμπ έχει πειστεί να μην επιτεθεί στην Βόρεια Κορέα, έχει όμως αποφασίσει πως κάποιος θα πληρώσει γι’ αυτήν του την υποχώρηση. Η Κίνα, με την ανεπαρκή της στήριξη, είναι ο προφανής υποψήφιος. Νέες οικονομικές κυρώσεις, εμπορικός πόλεμος και η κινέζικη φούσκα των πιστώσεων είναι έτοιμη να σκάσει σε περίπτωση που ο Τραμπ αποφασίσει να πατήσει… το κουμπί.
Όπως είναι πλέον ευρέως γνωστό το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει επιβάλλει κυρώσεις στην Πιονγιανγκ λόγω της ανάπτυξης του νέου βαλλιστικού της πυραύλου. Τα μέτρα είναι σχεδιασμένα προκειμένου να κοστίσουν περίπου 3 δις στην Β. Κορέα. Παρόλα αυτά οι κυρώσεις αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, επειδή η Βόρεια Κορέα έχει βρει τρόπους να τις προσεγγίσει με «τεχνικές φοροδιαφυγής».
Ακόμα και μετά την επιβολή επιχειρήσεις και τράπεζες, συνέχισαν να λειτουργούν στο καθεστώς των κυρώσεων με τη χρήση offshore εταιριών και πολύ έμπειρους και καλά εκπαιδευμένους τεχνοκράτες στην μεταφορά χρημάτων, ανθρώπων και αγαθών, συμπεριλαμβανομένων όπλων και συναφών υλικών, πέρα από τα σύνορα της Βόρειας Κορέας.
Η σχέση Β. Κορέας – Κίνας
Σε γενικές γραμμές ο Πρόεδρος Τραμπ γνώριζε ότι οι κυρώσεις πρόκειται να είναι αναποτελεσματικές, ιδίως αφού ένας από τους σημαντικότερους συμμάχους και οικονομικούς συνεργάτες της Πιονγιανγκ είναι το Πεκίνο.
Η μεταφορά αγαθών και κεφαλαίων από τη Βόρεια Κορέα γίνεται μέσω της Κίνας, που είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βόρειας Κορέας. Η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 85% του συνολικού όγκου εισαγωγών και εξαγωγών της Βόρειας Κορέας σύμφωνα με στοιχεία της βάσης δεδομένων των Ηνωμένων Εθνών.
Οι κινεζικές εξαγωγές αυξήθηκαν κατά σχεδόν 30% το πρώτο εξάμηνο του 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία των κινεζικών τελωνείων. Κατά τη διάρκεια του εξαμήνου, η άνοδος της εμπορικής κίνησης στα σύνορα Βόρειας Κορέας-Κίνας αυξήθηκε κατά 10% στα 2,65 δισ. δολάρια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι επικριτές των υφιστάμενων κυρώσεων της Βόρειας Κορέας αναφέρουν ότι τα μέτρα δεν φτάνουν για να διακόψουν τη ροή μετρητών και αγαθών στο καθεστώς της Πιονγιανγκ.
Οι δευτερεύουσες κυρώσεις
Τον περασμένο μήνα, ο Van Hollen συνυπέγραψε ένα νομοσχέδιο με τον γερουσιαστή Pat Toomey, R.-Pa., που θα επιβάλλει δευτερεύουσες κυρώσεις με στόχο τρίτους και χώρες που συνεργάζονται με εταιρείες και άτομα της Βόρειας Κορέας. Οι δευτερεύουσες κυρώσεις προσφέρουν ένα ισχυρό οικονομικό όπλο, επιτρέποντας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να απαγορεύσει την πρόσβαση ξένων τραπεζών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Στα τέλη Ιουνίου 2017, ο Λευκός Οίκος επέβαλε περιορισμένες δευτερεύουσες κυρώσεις σε δύο κινέζους πολίτες και μια ναυτιλιακή εταιρεία που βοήθησαν τη Βόρεια Κορέα να αναπτύξει πυρηνικά όπλα και επίσης κατηγόρησε μια περιφερειακή κινεζική τράπεζα, τη Bank of Dandong, για ξέπλυμα χρημάτων για την Πιονγιανγκ.
Η επιβολή δευτερευουσών κυρώσεων που θα στοχεύουν μεγάλες κινεζικές τράπεζες και κρατικές επιχειρήσεις φέρνει τον κίνδυνο οικονομικών αντιποίνων από το Πεκίνο. Για να ελαχιστοποιήσει αυτόν τον κίνδυνο, ο Λευκός Οίκος θα χρειαστεί να οικοδομήσει έναν πολύ ευρύτερο συνασπισμό ασιατικών χωρών.
Αλλά η ανάπτυξη αυτού του συνασπισμού θα είναι δύσκολη υπόθεση για μια διοίκηση που δεν έχει ακόμη καλύψει δεκάδες βασικές διπλωματικές θέσεις. Μέχρι στιγμής, ο Λευκός Οίκος έχει συμπληρώσει λιγότερες από τις μισές θέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που απαιτούν επιβεβαίωση της Γερουσίας.
Η Κινέζικη φούσκα
Στα 25 χρόνια που προηγήθηκαν της οικονομικής κρίσης, η Κίνα ανέπτυξε ένα επιτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης. Υπήρξε μαζική έξοδος ανθρώπων από τις αγροτικές περιοχές προς τις νέες βιομηχανίες που – εξαιτίας των χαμηλών μισθών και του υποτιμημένου νομίσματος- ήταν σε θέση να πλημμυρίσουν τη δύση με φτηνές εξαγωγές.
Όμως το μοντέλο που στηρίζεται στους καταναλωτές των δυτικών χωρών – όπως οι ΗΠΑ- δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερο χρέος, ώστε να αγοραστούν αυτά τα εξαγώγιμα προϊόντα. Όταν η οικονομική κρίση ολοκληρώθηκε με μια βαθύτατη ύφεση, η ζήτηση για τα κινέζικα προϊόντα ξαφνικά περιορίστηκε.
Με εμφανή τον κίνδυνο, κλεισίματος εργοστασίων και μαζικής ανεργίας που θα έφερνε πολιτική αναταραχή, η κινέζικη κυβέρνηση αντικατέστησε την δυτική πιστωτική φούσκα, με μια δική της. Διέταξε τις τράπεζες να δανείσουν σε εταιρείες ανάπτυξης ακινήτων και στήριξε αυτή την κίνηση με ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Οι τράπεζες έχουν assets αξίας 35 τρις. δολαρίων τέσσερις φορές όσο άξιζαν το 2008. Το ιδιωτικό χρέος της Κίνας σε σχέση με το ΑΕΠ έχει αυξηθεί από το 120% στο 210% την ίδια περίοδο.
Η δομή του κινεζικού οικονομικού συστήματος, με την μεγάλη σκιά του τραπεζικού του συστήματος και τις ειδικές εταιρείες επενδύσεων, μοιάζουν πολύ με το οικονομικό σύστημα που χρησιμοποιούσαν οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, στα χρόνια πριν την κρίση. Όταν η χρηματική απάτη της Κίνας καταρρεύσει – όπως νομοτελειακά θα συμβεί – η μετάδοση στο υπόλοιπο της παγκόσμιας οικονομίας θα περιοριστεί από το γεγονός πως οι τράπεζες είναι ιδιοκτησία του κράτους και οι έλεγχοι κεφαλαίου βρίσκονται σε ισχύ.
Μια αφορμή για να σκάσει η φούσκα των κινεζικών πιστώσεων, θα μπορούσαν να είναι οι εμπορικές κυρώσεις εκ μέρους των ΗΠΑ. Ως υποψήφιος πρόεδρος, ο Τραμπ ήταν ιδιαίτερα σκληρός απέναντι στο Πεκίνο, απειλώντας με δασμούς ως και 40% στις εισαγωγές από την Κίνα στις ΗΠΑ.
Ο Τραμπ έχει κάνει καθαρό πως θα επιβάλλει δασμούς στο φθηνό κινεζικό ατσάλι και αλουμίνιο και θα τιμωρήσει την πειρατεία πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν ακόμα να κατηγορήσουν την Κίνα πως χειραγωγεί το νόμισμα, κάτι βέβαια που ο Τραμπ έχει αποκλείσει μετά τη συνάντησή του με τον Κινέζο ομόλογό του στην Φλόριντα τον Απρίλη. Μια τέτοια κίνηση πάντως θα έφερνε ακόμα περισσότερες κυρώσεις και αναπόφευκτη απάντηση από πλευράς Κίνας.