Γράφει ο Κώστας Θάνος
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις και απορίες που μου δημιουργήθηκαν παρακολουθώντας την παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ.
Γιατί μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή από το 41% των πολιτών και με την αντιπολίτευση στο καναβάτσο δείχνει σε πολλές περιπτώσεις να τα έχει χαμένα; Είναι μόνο η «κατάρα της δεύτερης τετραετίας» που κυνηγάει όλους τους Πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης ή κάτι περισσότερο από αυτό; Και εν τέλει, γιατί ο Μητσοτάκης «έπαθε Τσίπρα» και μετράει ήττες στην αναμέτρηση με τις προκλήσεις της πραγματικότητας;
Για να απαντηθούν σωστά τα παραπάνω ερωτήματα πρέπει να γίνει μια σημαντική παραδοχή. Η κυβερνητική αρρυθμία δεν εκδηλώθηκε μετά τις εθνικές εκλογές. Προϋπήρχε. Και φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του τραγικού δυστυχήματος των Τεμπών. Απλώς λόγω κεκτημένης δυναμικής από την προηγούμενη περίοδο δεν στοίχισε εκλογικά στη ΝΔ, όσο προβλεπόταν. Στην περίπτωση των Τεμπών αναδείχθηκαν όλα τα κενά στη λειτουργία του κράτους. Από τις βάρδιες των σταθμαρχών μέχρι την αδράνεια των αρμόδιων υπουργών.
Κατά συνέπεια δεν είναι αληθές πως η κυβέρνηση ξεκίνησε τη νέα θητεία της στραβά. Η κυβερνητική διαχείριση είχε ήδη στραβώσει και το εκλογικό αποτέλεσμα απλώς κάλυψε την επιτακτική ανάγκη για διορθωτικές παρεμβάσεις συντονισμού και ανασυγκρότησης του κυβερνητικού έργου. Η νίκη έδωσε την ψευδαίσθηση πως υπάρχει χρόνος για να επιτευχθεί η εκ νέου ευθυγράμμιση με τις απαιτήσεις των προκλήσεων της συγκυρίας.
Σε αυτό το σημείο θα ανοίξουμε παρένθεση και θα πάμε λίγο πίσω στο χρόνο και στο προφητικό άρθρο που είχε γράψει ο Σπύρος Ριζόπουλος με τίτλο “Επιτελικό, κομματικό ή Μητσοτακικό το κράτος, επιτέλους”; (https://rp.gr/epiteliko-kommatiko-i-mitsotakiko-to-kratos-epitelous/). Ολοκληρώνοντας εκείνο το άρθρο ο Σπύρος Ριζόπουλος έγραφε” “Η εκτίμηση μου είναι ότι θα κερδίσει το κομματικό κράτος. Γιατί δυστυχώς τα πάντα στην Ελλάδα κινούνται μέσα από το κόμμα”. Κλείνει η παρένθεση.
Η αλήθεια όμως πάντα εκδικείται. Έτσι πριν ακόμη συμπληρωθούν 100 μέρες της νέας κυβέρνησης η χαοτική απορρύθμισή της φάνηκε σε όλα τα γεγονότα που μεσολάβησαν. Στις φωτιές που έκαιγαν επί μέρες ανεξέλεγκτες, στην ανατίναξη της αποθήκης πυρομαχικών στην 111 ΠΜ της Νέας Αγχιάλου, στη δολοφονία του φιλάθλου της ΑΕΚ από Κροάτες χούλιγκανς που εισέβαλαν ανενόχλητοι στη χώρα, στη δολοφονία του Αντώνη στον καταπέλτη πλοίου της ακτοπλοΐας και τις τραγικές δηλώσεις του αρμόδιου υπουργού που υποχρεώθηκε στο τέλος σε παραίτηση. Και μετά, οι πλημμύρες στη Θεσσαλία. Με νεκρούς, με καταστροφές περιουσιών και με την απειλή να εξαφανιστεί το 5% του εθνικού ΑΕΠ που έδινε στη χώρα ο θεσσαλικός κάμπος μέσω της πρωτογενούς παραγωγής. Το «επιτελικό κράτος» βούλιαξε για μια ακόμη φορά.
Τρανό παράδειγμα μεταξύ απόστασης επικοινωνίας και ουσίας είναι το λυπηρό γεγονός της δολοφονίας του φιλάθλου της ΑΕΚ. Μετά την επέλαση των ξένων χούλιγκανς και τον θάνατο του νεαρού φιλάθλου της ΑΕΚ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συνάντηση με τον πρόεδρο της ΟΥΕΦΑ και τους ιδιοκτήτες των τεσσάρων μεγαλύτερων ΠΑΕ της χώρας. Η συνάντηση κάλυψε προσωρινή επικοινωνιακή ανάγκη ωστόσο από ουσία μηδέν.
Η κλιματική κρίση δεν είναι άλλοθι για όλα. Μπορεί να υφίσταται αλλά ακριβώς επειδή συμβαίνει, το κράτος οφείλει να είναι δέκα φορές πιο προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της. Δυστυχώς φάνηκε το ακριβώς αντίθετο. Σε όλες τις περιπτώσεις η κυβέρνηση και το κράτος πέρασαν κάτω από τον πήχη. Το ισχυρό πλεονέκτημα της κυβέρνησης στην περίοδο 2019 – 2022 που ήταν η εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας στις κρίσεις που εκδηλώθηκαν τότε (πανδημία, μεταναστευτικές ροές ως υβριδική απειλή από την πλευρά της Τουρκίας, έναρξη πολέμου στην Ουκρανία και ενεργειακή κρίση) έδωσε την θέση του στο αίσθημα της εθνικής ανασφάλειας που είναι κυρίαρχο αυτή τη στιγμή. Τι άλλαξε λοιπόν;
Αρέσει, δεν αρέσει, η αντικειμενική παρατήρηση δείχνει τη σημασία των προσώπων για την επίτευξη της επιτελικότητας του κράτους. Κι αυτό που άλλαξε ήταν η απομάκρυνση του Γρηγόρη Δημητριάδη από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πρωθυπουργού εξαιτίας της υπόθεσης των παρακολουθήσεων. Όμως, η θυσία του ως «Ιφιγένειας» όχι μόνο δεν έφερε ούριο άνεμο στα πανιά του κυβερνητικού σκάφους αλλά απέδειξε πως το κενό που άφησε στο συντονισμό του κυβερνητικού έργου δεν καλύφθηκε. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στο νέο κυβερνητικό σχήμα μετέχουν πληθώρα Υπουργών Επικρατείας και δύο υφυπουργοί παρά τω Πρωθυπουργώ ( Μπρατάκος, Κοντογεώργης), αριθμός – ρεκόρ για κάθε κυβέρνηση του δυτικού κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα προφανώς και δεν δικαιώνει τις επιλογές του Πρωθυπουργού που παραδέχθηκε στη ΔΕΘ πως χάνει μάχες αλλά …θα κερδίσει τον πόλεμο στο τέλος.
Θα πρέπει να τονίσουμε πως στην Ελλάδα αγαπημένο σπορ του πολιτικού συστήματος και των πολιτών είναι η παράκαμψη της νομοθεσίας. Η έλλειψη δεξιοτήτων των πολιτικών στελεχών οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο παραπάνω γεγονός. Ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα έχει ταυτιστεί με αυτή τη λογική και να για μπαλώσει κάπως τα πράγματα επενδύει στην επικοινωνία, που πλέον δεν είναι και τόσο αποδοτική από τη στιγμή που “πρωτοκλασάτοι δημοσιογράφοι” έχουν ξεκινήσει να κάνουν αντιπολίτευση.
Ο κύριος Δημητριάδης μπορεί να μην έδειξε από την αρχή της θητείας του τις ικανότητες του, ωστόσο εξελίχθηκε στον απόλυτο ήρωα της πρώτης θητείας Μητσοτάκη, κλείνοντας κάθε τρύπα και κάθε κενό που δημιουργούσε το κυβερνητικό επιτελείο. Εν κατακλείδι, ο Γρηγόρης Δημητριάδης θα μπορούσε να βροντοφωνάξει πως στη δική μου βάρδια δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά.
Άσχετα πως εξελίσσεται το θέμα των παρακολουθήσεων και με δεδομένη τη σιωπή του ιδίου, το θέμα δεν είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εμπιστευθεί εκ νέου τον Δημητριάδη αλλά εάν ο τελευταίος έχει επιλέξει με ποια διάδοχη κατάσταση θα συνεχίσει στη Νέα Δημοκρατία, γιατί ένα είναι σίγουρο, αν η κατάσταση συνεχίσει έτσι, η κυβέρνηση δεν θα βγάλει τετραετία.
Το κενό της «επιτελικότητας» υφίσταται και δεν καλύπτεται με υποσχέσεις στα λόγια. Είναι βέβαιο πως το αντιλαμβάνεται πλήρως και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το ζητούμενο γι’ αυτόν είναι πλέον πως θα το καλύψει στον ανασχηματισμό που εκ των πραγμάτων καλείται να κάνει αμέσως μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές οι οποίες είναι αμφίβολες για το αποτέλεσμα και με ουσιαστικό ορόσημο τις ευρωεκλογές του 2024.