Γράφει ο Ceteris Paribus
Αν η πραγματικότητα μπορούσε να αγνοηθεί ατιμώρητα, τότε κατά κάποιο τρόπο… δεν θα υπήρχε. Μπορούν να αγνοηθούν κάποιες πτυχές της αλλά όχι όλες ή έστω οι πιο σημαντικές, και επίσης μπορούν να αγνοηθούν για ένα διάστημα και όχι για πάντα. Η ώρα που η γερμανική στρατηγική για το ευρώ φτάνει σε πλήρες αδιέξοδο, έφτασε. Μαζί της, έφτασε και η ώρα των μεγάλων αποφάσεων.
Από τη μια, ο εμπορικός πόλεμος αλλά και οι αμερικανικές κυρώσεις προς το Ιράν˙ από την άλλη, η πολιτική αμφισβήτηση και η διόγκωση του ευρωσκεπτικισμού σε όλη την έκταση της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Εξελίξεις καίριας σημασίας που στριμώχνουν το ευρώ και απαιτούν μείζονες πολιτικές πρωτοβουλίες για τη στήριξή του.
Από τον εμπορικό, στο νομισματικό πόλεμο
Ο εμπορικός πόλεμος, οι συνέπειες των κυρώσεων προς το Ιράν (και λίγο παλιότερα η απόπειρα χρηματο-οικονομικού στραγγαλισμού του Κατάρ), αλλά και το χάσμα ανάμεσα στα αμερικανικά και ευρωπαϊκά επιτόκια οδηγούν σταδιακά αλλά αναπόφευκτα σε νομισματικό πόλεμο:
1. Οι αμερικανικές κυρώσεις προς το Ιράν θα στραφούν και ενάντια σε ευρωπαϊκές εταιρείες που θα τις αγνοήσουν και θα συνεχίσουν να συναλλάσσονται με το Ιράν. Όπως και στο ζήτημα των δασμών, έτσι κι εδώ, αξιωματούχοι της Ε.Ε. δήλωσαν ότι θα ανταποδώσουν με αντίμετρα και ότι μάλιστα θα τιμωρήσουν ευρωπαϊκές εταιρείες που θα συμμορφωθούν με το αμερικανικό εμπάργκο.
Αυτομάτως το ζήτημα γίνεται νομισματικό με τον εξής απλό τρόπο: επειδή τα δύο νομίσματα, το δολάριο και το ευρώ, δεν είναι «ισοδύναμα», θα είναι πολύ περισσότερο οι ευρωπαϊκές κι όχι οι αμερικανικές εταιρείες που θα έχουν πρόβλημα. Το ευρώ έχει πλησιάσει αρκετά το δολάριο σαν νόμισμα διεθνών συναλλαγών, αλλά ως αποθεματικό νόμισμα βρίσκεται πολύ πίσω: οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για αναλογία περίπου 1 προς 3 – μια καταλυτική διαφορά. Ο σημαντικά μεγαλύτερος όγκος των διεθνών συναλλαγών σε πετρέλαιο, μέταλλα, εμπορεύματα γίνεται σε δολάρια. Το ίδιο ισχύει για τα ρευστά διαθέσιμα των κρατών διεθνώς, αλλά και για τα δάνεια εταιρειών και τραπεζών των Αναπτυσσόμενων χωρών. Το δολάριο δεσπόζει στις διεθνείς χρηματαγορές και αγορές κεφαλαίου. Πολύ δύσκολα λοιπόν τράπεζες και εταιρείες διεθνούς εμβέλειας μπορούν να αγνοήσουν αυτή την πραγματικότητα και να συμμορφωθούν με πολιτικές που θα τις ζημιώνουν σοβαρά. Σε αυτό άλλωστε ποντάρει και η πολιτική του Τραμπ, που μπορεί να είναι επικίνδυνη αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αβάσιμη.
2. Το χάσμα ανάμεσα στα επιτόκια του δολαρίου και τα αντίστοιχα του ευρώ είναι πλέον πολύ μεγάλο για να μην έχει συνέπειες. Το βασικό επιτόκιο του δολαρίου έχει φτάσει στο 1,75% τη στιγμή που το επιτόκιο Euribor είναι αρνητικό (!) ακόμη και για τη διάρκεια του ενός έτους. Με τέτοια επιτοκιακή διαφορά, το δολάριο λειτουργεί ελκτικά για τις παγκόσμιες χρηματορροές, η ισοτιμία του ανεβαίνει και κερδίζει έδαφος σε σχέση με το ευρώ. Η απόδοση του αμερικανικού δεκαετούς ομολόγου είναι στο 3% όταν το αντίστοιχο γερμανικό είναι στο 0,6%.
Ελκτικά προς το δολάριο λειτουργεί και η ανασφάλεια για το μέλλον των χρηματαγορών, ακόμη και η ανασφάλεια που προκαλεί η πολιτική των κυρώσεων και του εμπορικού πολέμου: τα αμερικανικά ομόλογα και οι αμερικανικές χρηματαγορές θεωρούνται πιο ασφαλείς, όπως και το να «δουλεύει» μια εταιρεία με δολάρια.
Για να έχουμε έναν εύγλωττο δείκτη της ισχύος του δολαρίου αρκεί να σκεφτούμε ότι η κεφαλαιοποίηση της Wall Street κυμαίνεται περί τα 23 τρισ. δολάρια και του NASDAQ στα 10 τρισ. δολάρια, έναντι κεφαλαιοποίησης περίπου 8 τρισ. δολαρίων του χρηματιστηρίου του Λονδίνου (LSE), 6,2 τρισ. δολαρίων του Τόκυο, 5 τρισ. δολαρίων της Σανγκάης και 4,6 τρισ. δολαρίων του Euronext…
Οι κυρώσεις και ο εμπορικός πόλεμος που εξαπολύει ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα ήταν εφικτές ή θα ήταν εντελώς αυτοκαταστροφικές χωρίς την ηγεμονική θέση του δολαρίου σαν παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Πατώντας πάνω σε αυτή την ισχυρή βάση, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ πιέζει προς τα κάτω το ευρώ και το γουάν. Ο εμπορικός πόλεμος και οι κυρώσεις βασίζονται στη νομισματική υπεροχή και στόχο έχουν να τη διευρύνουν.
Στον «πόλεμο», με ποιο νόμισμα;
Στα επόμενα χρόνια θα κριθούν οι οικονομικοί συσχετισμοί γενικώς αλλά και οι νομισματικοί συσχετισμοί ειδικώς: ποιο νόμισμα θα κερδίσει τη μάχη της αποθεματοποίησης. Όσο γενικεύεται η αστάθεια και η ανασφάλεια, τόσο θα γενικεύεται και η ζήτηση για ένα νόμισμα που θα είναι πάνω απ’ όλα ισχυρό και ασφαλές. Αν όλοι οι ανταγωνιζόμενοι αποτύχουν σε αυτή τη μάχη και να η αστάθεια και η ανασφάλεια χτυπήσουν κόκκινο, τότε θα έρθει η ώρα του χρυσού…
Προς το παρόν πάντως, ισχύει αδιαμφισβήτητα ότι χωρίς ισχυρό νόμισμα πας στον εμπορικό πόλεμο ξυπόλητος…
Αυτός είναι ο λόγος που ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων για το ευρώ και την ηγέτιδα δύναμη της Ευρωζώνης, τη Γερμανία. Η γερμανική νομισματική στρατηγική εμπνεόταν έως τώρα από αρχές που αντιστοιχούσαν σε μια άλλη συγκυρία: τη συγκυρία που η «παγκοσμιοποίηση» αντιμετωπιζόταν σαν ιερή αγελάδα από ολόκληρο το δυτικό στρατόπεδο και που, γεωπολιτικά, ίσχυαν σε γενικές γραμμές οι συντεταγμένες που καθορίστηκαν από την κοινή νίκη των δυτικών δυνάμεων στον Ψυχρό Πόλεμο. Σε τέτοιες, σταθερές και ασφαλείς συνθήκες, η γερμανική νομισματική στρατηγική επώαζε εκ του ασφαλούς το γερμανικό πλεονέκτημα στην Ε.Ε. αλλά σε βάρος της παγκόσμιας εμβέλειας του ευρώ.
Οι αρχικοί σχεδιασμοί δεν αποσκοπούσαν στο να κερδηθεί η μάχη της αποθεματοποίησης, αλλά στο να υπάρχει ένα διεθνούς εμβέλειας ευρωπαϊκό νόμισμα για τις συναλλαγές. Το βάρος έπεσε στη σταθερότητα των τιμών και στην αντιμετώπιση του των πληθωριστικών κινδύνων, σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική ορθοδοξία και την κάθετη άρνηση της πολιτικής ολοκλήρωσης. Τελικά, όμως, τις κρίσιμες στιγμές, η ισχύς και αξιοπιστία ενός νομίσματος είναι η ισχύς και αξιοπιστία του εκδότη του. «Κλώθοντας» κοντόθωρα το γερμανικό συγκριτικό πλεονέκτημα, η Γερμανία βρίσκεται σήμερα, «στα δύσκολα», χωρίς τις προϋποθέσεις που θα έκαναν το ευρώ ευθέως ανταγωνιστικό με το δολάριο ισχυρό όπλο στον εμπορικό πόλεμο.
Η απόπειρα να αλλάξει αυτό το δεδομένο «εν κινήσει», σε συνθήκες που έχει ξεσπάσει ο νομισματικός πόλεμος, δεν είναι εύκολη. Είναι όμως υποχρεωτική διαδρομή αν πρόκειται να έχουν την ελάχιστη αξιοπιστία οι ευρωπαϊκοί λεονταρισμοί περί ανταπόδοσης των «χτυπημάτων» που δέχεται η Ευρώπη από τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Γερμανία, αλλά και η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, πρέπει τώρα να αποφασίσει και να κάνει ό,τι δεν έκανε -και άρα ποτέ δεν απέκτησε τις ανάλογες δεξιότητες- για σχεδόν τρεις δεκαετίες: να ισχυροποιήσει τα βάθρα του ευρώ με αποφάσεις που θα κλιμακώνουν την οικονομική και πολιτική ενοποίηση.
Η ίδια ακριβώς ανάγκη προκύπτει και για καθαρά πολιτικούς λόγους – όπως απέδειξε περίτρανα η Ιταλία. Για τη Γερμανία και συνολικά την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, ήρθε η ώρα της πολιτικής με όλη τη σημασία της λέξης – η κοντόθωρη μονοκαλλιέργεια του γερμανικού πλεονεκτήματος δεν βγάζει πουθενά. Ή μάλλον βγάζει κάπου: στη σταδιακή υποβάθμιση ή και αποσύνθεση της Ευρωζώνης και την υποβάθμιση του ευρώ.
Ενόψει των ευρωεκλογών, σε ένα χρόνο από τώρα και ενώπιον προβλημάτων και προκλήσεων που συσσωρεύονται και μεγεθύνονται (με χαρακτηριστικότερο σε αυτή τη συγκυρία την Ιταλία), μόνο «γενναίες» αποφάσεις θα δώσουν λύση…
Η απάντηση στο μεγάλο στρατηγικό ερώτημα δεν αναβάλλεται άλλο: η Ευρωζώνη, η ΕΕ και το ευρώ θα διατηρηθούν «ως έχει» -για όσο ακόμη μπορούν- ώστε να διατηρείται όσο ακόμη είναι εφικτό το γερμανικό πλεονέκτημα, ακόμη και με το ρίσκο να αποσυντεθεί κάποια στιγμή υπέρ ενός πιο περιορισμένου γερμανικού ιμπέριουμ, ή θα βαδίσουν στο μετασχηματισμό τους σε ομοσπονδιακό κράτος, οπότε και το ευρώ θα αποκτήσει την ισχύ ενός εκδότη που δεν είναι ένα ασύντακτο «εθνικό τσούρμο»;