Γράφει ο Ceteris Paribus
Κανείς δεν θέλει να χαλάσει την όμορφη… επίγευση των διακοπών με στενάχωρα ζητήματα, αλλά η πραγματικότητα είναι… άτεγκτη. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι το φθινόπωρο αρχίζει οσονούπω από κει που τελείωσε η άνοιξη: με τις οδύνες μίας ακόμη αξιολόγησης του μνημονιακού προγράμματος – και όχι μόνο.
Οι διακοπές συνέπεσαν με μια μικρή ανάπαυλα στη μνημονιακή δραστηριότητα. Και τώρα «επιστρέφουν» όλα: η τρίτη αξιολόγηση, οι απαιτήσεις του ΔΝΤ, η σημασία των γερμανικών εκλογών, η αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων, οι τράπεζες… Μαζί με όλα αυτά, ενεργοποιείται και η θεμελιώδης αντίφαση της κυβέρνησης και του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ: ότι είναι υποχρεωμένη να πράττει μνημονιακά και ταυτόχρονα να ομιλεί και να διακηρύττει… φιλολαϊκά.
Τρίτη αξιολόγηση: όλοι επείγονται
Έχει η κυβέρνηση σχέδιο και κατεύθυνση για την τρίτη αξιολόγηση; Το ερώτημα είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι ο τρόπος που θα ολοκληρωθεί το τρέχον πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018 και το «σχήμα» της μετά το 2018 μνημονιακής επιτήρησης θα κριθούν απόλυτα από το αν η τρίτη αξιολόγηση θα ολοκληρωθεί γρήγορα (μέχρι το τέλος του έτους) και επιτυχώς – δηλαδή κατά πώς επιθυμούν οι δανειστές.
Εδώ έγκειται η θεμελιώδης επιλογή για την κυβέρνηση: θα επιλέξει τη γρήγορη και επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης ώστε η συζήτηση για την ολοκλήρωση του προγράμματος να μη βαρύνεται με αυτή την εκκρεμότητα ή θα ακολουθήσει μια τακτική χρονικής μετάθεσης που θα ενοποιήσει τη συζήτηση για τα δύο ζητήματα (αφενός τρίτη αξιολόγηση και αφετέρου ολοκλήρωση τρέχοντος προγράμματος – σχήμα για τη συνέχεια της επιτήρησης);
Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα επιλέξει το πρώτο: τη γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ύστερα από τόσες «υπογραφές» σε μια πλημμυρίδα μνημονιακών μέτρων, η άλλη επιλογή θα ήταν εξαιρετικά τυχοδιωκτική αλλά και αυτοκτονική. Φτάνοντας όπως έφτασε ως εδώ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει τώρα μόνο μία επιλογή: να τελειώσει γρήγορα με την τρίτη αξιολόγηση.
Δεν είναι η μόνη που βιάζεται: η συγκυρία που διαμορφώνεται, υποχρεώνει τόσο το ΔΝΤ όσο και τις Βρυξέλλες, τη Φραγκφούρτη και το Βερολίνο να βιαστούν επίσης. Είναι η πρώτη φορά στη μνημονιακή ιστορία που όλοι οι παράγοντες της διαπραγμάτευσης έχουν λόγους να βιάζονται.
Το ΔΝΤ, διότι η οπαδός της «παγκοσμιοποίησης» κ. Λαγκάρντ δεν θα έχει για πολύ ακόμη την ελευθερία κινήσεων που προσώρας διαθέτει επειδή ο Ντόναλντ Τραμπ έχει εμπλακεί σε έναν ιδιότυπο «εμφύλιο» με τμήματα του κόμματός του αλλά και του αμερικανικού κατεστημένου.
Οι παράγοντες της ευρωπαϊκής τρόικας, διότι στην «ωφέλιμη» περίοδο ύστερα από τις γερμανικές εκλογές δεν θέλουν να εκκρεμεί το «ελληνικό ζήτημα», για δύο τουλάχιστον σημαντικούς λόγους: Πρώτο, διότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι σε φάση ανάκαμψης που κανείς δεν θέλει να «προβοκάρει» και δεύτερο, διότι η Ευρωζώνη και η ΕΕ χρειάζονται επειγόντως ένα «ρετούς» που το πολιτικό «δίδυμο» Μακρόν – Μέρκελ έχει ήδη αρχίσει να συζητάει. Όσο για τον κ. Ντράγκι, δεν θέλει περιττούς μπελάδες καθώς ετοιμάζεται για τη δύσκολη μανούβρα της σταδιακής απόσυρσης του πρότζεκτ της «ποσοτικής χαλάρωσης».
Η ευρωπαϊκή πρόταση και η αποχώρηση του ΔΝΤ
Διαμορφώνεται μια συγκυρία που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας ευκαιρίας για την κυβέρνηση – κατά πόσο είναι ευκαιρία και για τον ελληνικό λαό, είναι μια άλλη συζήτηση…
Τα στοιχεία αυτής της ευκαιρίας υπάρχουν σε εκτιμήσεις, διαρροές και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από τα ισχυρά κέντρα αποφάσεων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Σύμφωνα με αυτά (και με κάθε επιφύλαξη λόγω του ανεπιβεβαίωτου των πληροφοριών):
Το ΔΝΤ θέλει να ξεκαθαρίσει σύντομα, πριν την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, το τοπίο όσον αφορά το μέλλον του ελληνικού προγράμματος.
Πέρα από το γνωστό θέμα της ελάφρυνσης του χρέους (όπου επιμένει ότι τα μέτρα πρέπει να ληφθούν τώρα και όχι ύστερα από την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος), θέτει με έμφαση (όπως είχαμε γράψει ήδη από τις αρχές Ιουλίου) και ζήτημα άμεσης διενέργειας νέων κεφαλαιακών ελέγχων στις 4 συστημικές τράπεζες (AQRs είναι το σχετικό αρκτικόλεξο που πρέπει να συνηυθίσουμε), διότι εκτιμά ότι χρήζουν άμεσα νέας ανακεφαλαίωσης. Η έλευση της κ. Λαγκάρντ στην Αθήνα στα τέλη Σεπτεμβρίου και αμέσως ύστερα από τις γερμανικές εκλογές, είναι απόδειξη του επισπεύδοντος χαρακτήρα των ενεργειών του ΔΝΤ και έχει σκοπό να ενημερώσει και ταυτόχρονα βολιδοσκοπήσει την ελληνική κυβέρνηση για τις απόψεις του.
Το Βερολίνο, αλλά και οι Βρυξέλλες και η Φραγκφούρτη, λένε όχι και στις δύο βασικές απαιτήσεις του ΔΝΤ και φαίνονται ώριμες για ένα πρόωρο «συναινετικό διαζύγιο», με παραμονή του Ταμείου στο ελληνικό και σε τυχόν άλλα ευρωπαϊκά προγράμματα ως συμβούλου.
Διαμορφώνουν προς την ελληνική κυβέρνηση μια άλλη πρόταση:
- Γρήγορη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, ενδεχομένως και με μικρό «πακέτο» πρόσθετων μέτρων αν η υστέρηση των εσόδων αποδειχθεί μονιμότερου χαρακτήρα.
- Παραμονή των πρόσφατων συμφωνιών για τους δημοσιονομικούς στόχους, με πλεονάσματα 3,5% από το 2018 έως το 2022.
- Τα μέτρα για το χρέος θα ληφθούν το 2018 και θα περιλαμβάνουν τμηματική επιστροφή κερδών των κεντρικών τραπεζών (SMP) και της ΕΚΤ (ANFA) από τα ελληνικά ομόλογα στο διάστημα 2019-2022, αλλά και δεκαετή επιμήκυνση του χρέους, που όμως θα ισχύσει ύστερα από το 2022. Τα «δώρα» της ελάφρυνσης του χρέους θα είναι έτσι τοποθετημένα στο χρόνο, ώστε να διατηρείται αδιάλειπτη η πίεση πάνω στην (όποια) ελληνική κυβέρνηση, απαγορεύοντας οποιαδήποτε «χαλάρωση»…
- Ο ESM θα αποπληρώσει το υπόλοιπο των δανείων του ΔΝΤ, το οποίο θα παραμείνει στο ελληνικό πρόγραμμα ως σύμβουλος – ένα «συναινετικό διαζύγιο»…
(Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν η επίσκεψη της κ. Λαγκάρντ στην Αθήνα έχει τον επιπλέον στόχο να διερευνήσει τις διαθέσεις της κυβέρνησης για «αντίσταση» στο ευρωπαϊκό σχέδιο και να κομίζει κάποια πρόταση στήριξης από το ΔΝΤ σε περίπτωση τέτοιας «αντίστασης»… Επ’ αυτού, ίσως χρειαστεί να επανέλθουμε.)
Το κόστος και η τακτική… Λαλιώτη
Αν η κυβέρνηση συναινέσει στο ευρωπαϊκό σχέδιο, θα αποφύγει κάποιους άμεσους κλυδωνισμούς (τράπεζες, εμπλοκή με την αξιολόγηση), θα «χρεωθεί» όμως ένα σκληρό και «ανελέητο» πρόγραμμα. Από το 2018 η επίτευξη πλεονασμάτων 3,5% θα αποδειχθεί πολύ δύσκολη υπόθεση. Η τρίτη αξιολόγηση θα διευρύνει και εντείνει την αίσθηση για την αντιλαϊκότητα των μέτρων.
Έναντι αυτών, θα αποκτήσει τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια και από το μακροχρόνιο κύκλο της ύφεσης. Ο ισχυρισμός αυτός θα είναι πειστικός όσο μπορεί να είναι – δηλαδή όχι ιδιαίτερα…
Από δω απορρέει η κυβερνητική επικοινωνιακή τακτική που χτυπάει μια στο μνημονιακό «καρφί» και μια στο φιλολαϊκό «πέταλο».
Δεν είναι κάτι πρωτότυπο: η σοσιαλδημοκρατία είναι ο ιστορικός εφευρέτης και δεξιοτέχνης αυτής της τακτικής, καθώς βρέθηκε πάντα αναγκασμένη να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα ανάμεσα στις φιλολαϊκές προεκλογικές διακηρύξεις και την αντιλαϊκή (ανάλογα και με τις πιέσεις των ιστορικών περιστάσεων) κυβερνητική πολιτική. Στην ελληνική περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε εξαιρετικός χειριστής αυτής της τακτικής, ο δε Κώστας Λαλιώτης ο μεγάλος δεξιοτέχνης. Με τη διαφορά ότι τότε οι ιστορικές περιστάσεις έδιναν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια. Τώρα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι αναγκασμένη να αφαιρεί 10 και να «επιστρέφει» με τη μορφή ισχνών φιλολαϊκών μέτρων 0,1. Η αντίφαση είναι εκρηκτική. Αν εκτός από επικοινωνιακή, θα μετατραπεί και σε πραγματική, απειλώντας τη συνοχή της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ, μένει να αποδειχθεί.
Έχοντας τη ματιά μπροστά, σε αυτά που έρχονται, μπορούμε επομένως να καταλάβουμε γιατί το συμβολικό στοιχείο (που δεν κοστίσει ούτε ευρώ) γίνεται σημαία της κυβερνητικής επικοινωνιακής τακτικής: αριστεία, Εσθονία, «ταλιμπάν της ορθοδοξίας»…
Στην ανάπαυλα των διακοπών θριάμβευσε το συμβολικό. Με τις πρώτες συναντήσεις με τους «θεσμούς» τα περιθώρια θα στενέψουν…