Διέξοδο στη σύναψη «πράσινων» virtual PPAs με επιχειρηματικούς καταναλωτές εκτός συνόρων, αναζητούν εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον εγχώριο κλάδο ΑΠΕ, με σκοπό να υλοποιήσουν νέα έργα στη χώρα μας. Όπως σημειώνουν στελέχη αυτών των εταιρειών, η σύναψη ενός μακροχρόνιου «πράσινου» PPAs αποτελεί «διαβατήριο» για την εξασφάλιση δανεισμού για ένα καινούριο αιολικό ή φωτοβολταϊκό, με δεδομένο ότι για τις τράπεζες τα εγγυημένα έσοδα ενός πάρκου, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 10 ετών), αποτελούν προϋπόθεση για τη χρηματοδότησή του.
Για αυτό τον σκοπό, η στροφή στο εξωτερικό αποτελεί περίπου μονόδρομο, καθώς η αγορά των PPAs είναι πολύ μικρή στην Ελλάδα – από τη στιγμή, μάλιστα, που οι μεγαλύτεροι εγχώριοι βιομηχανικοί καταναλωτές έχουν ήδη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καλύψει τις ανάγκες τους σε «πράσινο» ρεύμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον από τους υπόλοιπους δυνητικούς off-takers στη χώρα μας, δηλαδή μεσαίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα, όμως, οι εν λόγω επιχειρήσεις αναζητούν μία σύμβαση αγοραπωλησίας «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας, με αρκετά μικρή διάρκεια – συνήθως στα δύο χρόνια. Ως αποτέλεσμα, μία σύμβαση τόσο σύντομης ισχύος δεν μπορεί να «πείσει» τις τράπεζες να δανειοδοτήσουν ένα καινούριο έργο ΑΠΕ που βρίσκεται στα σκαριά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, μία μεσαία ή μικρή εταιρεία σε ένα περιβάλλον μιας μικρής οικονομίας -όπως είναι η ελληνική- εκ των πραγμάτων αδυνατεί να προβλέψει σε βάθος χρόνου την εξέλιξη της παραγωγής και των πωλήσεών της. Επομένως, αν ενδιαφέρεται για ένα βραχυχρόνιο «πράσινο» PPA, αυτό δεν είναι θέμα νοοτροπίας μόνο, αλλά οφείλεται και στην αντικειμενική αδυναμία της να εκτιμήσει ποιες θα είναι οι ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια μετά από αρκετά χρόνια.
Η γεωγραφική προέλευση των off-takers
Για έναν επενδυτή ΑΠΕ, που αναζητεί αντισυμβαλλόμενο στο εξωτερικό, πρώτο «φίλτρο» για τις χώριες στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί, είναι σε αυτές να είναι διαπραγματεύσιμα τα ελληνικά «πράσινα» πιστοποιητικά. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως θα πρέπει οι αντίστοιχοι φορείς έκδοσης και διαχείρισης των εγγυήσεων προέλευσης να είναι μέλη του AIB (Association of Issuing Bodies), όπως είναι ο ΔΑΠΕΕΠ.
Σημαντικό είναι επίσης το virtual PPA να μπορεί να προσφέρει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά στον καταναλωτή αντιστάθμιση κινδύνου σε ενδεχόμενη εκτίναξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας. Για αυτό τον λόγο, το ιδανικό είναι η τοπική χονδρεμπορική αγορά να συσχετίζεται με την ελληνική, δηλαδή να ακολουθεί ανοδική πορεία όταν αυξάνεται η ελληνική, και καθοδική όταν αποκλιμακώνεται το εγχώριο χονδρεμπορικό κόστος.
Τέτοιες αγορές είναι αυτές της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αντίθετα, πιο δύσκολα ένας εγχώριος επενδυτής ΑΠΕ θα μπορούσε να συνάψει PPA με κάποιον off-taker στην Ιβηρική ή στις Σκανδιναβικές χώρες.
Τι ζητούν οι ξένοι καταναλωτές
Όσον αφορά τις κατηγορίες των off-takers εκτός συνόρων, στις οποίες απευθύνονται εγχώριοι «παίκτες», ψηλά στην ατζέντα βρίσκονται τα data centers, οι βιομηχανίες τροφίμων, οι εταιρείες πληροφορικής και οι βιομηχανίες χημικών και δομικών υλικών.
Εκτός από τη διαπραγμάτευση των «πράσινων» πιστοποιητικών στη χώρα τους, πολλοί από τους υποψήφιους αντισυμβαλλόμενους ενδιαφέρονται επίσης να συνάψουν PPA για την παραγωγή ενός έργου που βρίσκεται υπό ανάπτυξη – και όχι για ένα εν λειτουργία πάρκο ή για μία μονάδα για την οποία έχει ληφθεί η επενδυτική απόφαση υλοποίησής της. Ο λόγος είναι πως, πέρα από τη μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος και τη μακροχρόνια διασφάλιση σταθερού ενεργειακού κόστους, οι εταιρείες επιδιώκουν να προσθέσουν στο προφίλ τους ότι με τις συμφωνίες τους συμβάλλουν στην περαιτέρω διείσδυση των ΑΠΕ.
Όσον αφορά τις «πράσινες» τεχνολογίες που επιλέγουν, η τάση που επικρατεί πλέον είναι να θεωρούνται περισσότερο ελκυστικά τα αιολικά πάρκα. Κι αυτό λόγω των μειονεκτημάτων που έχουν αναδειχθεί το τελευταίο διάστημα στα φωτοβολταϊκά, των οποίων η παραγωγή περιορίζεται σε χρονικά διαστήματα όπου συχνά καταγράφονται μηδενικές ή και αρνητικές χονδρεμπορικές τιμές, ή εφαρμόζονται περικοπές. Για τον ίδιο λόγο, αυξάνεται το ενδιαφέρον για φωτοβολταϊκά με μπαταρίες, μία σχετικά νέα κατηγορία έργων στην αγορά.
«Αγκάθι» η αβεβαιότητα στον χρόνο σύνδεσης
Κατά κανόνα, οι υποψήφιοι off-takers αναζητούν τη σύναψη «πράσινων» PPAs με έργα ισχύος 50-100 Μεγαβάτ. Όσον αφορά τη διάρκεια του PPA, η ιδανική για τους παραγωγούς είναι τα 10 έτη, με τους καταναλωτές στις περισσότερες περιπτώσεις να επιδιώκουν ελαφρώς μικρότερο «χρονικό «παράθυρο» (6-8 έτη).
Όσον αφορά το αν υπάρχουν εμπόδια για την προσέλκυση ενδιαφέροντος από το εξωτερικό, για ένα virtual PPA με έργο στην Ελλάδα, οι ίδιες πηγές επισημαίνουν πως «αγκάθι» είναι η αβεβαιότητα στον χρόνο σύνδεσης των έργων στο σύστημα. Όπως μάλιστα προσθέτουν, περίπου από την περασμένη άνοιξη είναι σχεδόν αδύνατον να συναφθεί σύμβαση για ένα έργο το οποίο δεν έχει λάβει όρους σύνδεσης από τον ΑΔΜΗΕ, καθώς θεωρείται πως κυριολεκτικά «είναι στον αέρα» το αν θα αποκτήσει κάποτε ή όχι πρόσβαση στο σύστημα μεταφοράς.
Ακόμη όμως και για έργα που έχουν εξασφαλίσει όρους σύνδεσης, μία σειρά από λόγοι (όπως π.χ. αργοπορία στην παραλαβή του εξοπλισμού) είναι πιθανό να προκαλέσουν καθυστερήσεις στην υλοποίηση της σύνδεσης που να ξεπερνούν το 6μηνο – το οποίο θεωρείται εύλογο χρονικό διάστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, ένας «πονοκέφαλος» στη σύναψη των PPAs είναι η φόρμουλα υπολογισμού των πέναλτι, στην περίπτωση που το έργο δεν ήταν έτοιμο να ηλεκτρισθεί εγκαίρως.
Πηγή energypress.gr