Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Μετά από το ναυάγιο των συνομιλιών για τον σχηματισμό μίας κυβερνητικής συμμαχίας τύπου «Τζαμάϊκα», η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία πραγματικότητα που έως τώρα δεν μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Η Γερμανία μπαίνει και επίσημα σε καθεστώς κυβερνητικής αστάθειας κάτι που μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες.
Και επίσημα πλέον έχουν καταρριφθεί όλες οι γέφυρες μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελεύθερων για το σχηματισμό κυβέρνησης με τους Πράσινους, ενώ η κύρια ευθύνη βαραίνει τον Λίντνερ και τους Φιλελεύθερους. Βέβαια ακόμα και δύο μέρες πριν ο Πρόεδρος της Γερμανίας προσπαθούσε να ασκήσει πίεση στον Πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών προκειμένου να μπορέσει να σχηματίσει έστω και την ύστατη στιγμή κυβέρνηση μεγάλου σχηματισμού.
Ακόμη, σε ότι αφορά τον λόγο της κατάρρευσης, τα τέσσερα κόμματα δεν έχουν τοποθετηθεί λεπτομερώς πάνω στο ποιες διαφωνίες κατέστησαν μοιραίες για το σχέδιο τετρακομματικής κυβερνητικής συμμαχίας, είναι γνωστό ότι, ειδικά οι οικονομικά φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες είχαν μεγάλη απόκλιση, ειδικά από τους Πράσινους, σε ζητήματα φορολογίας και περιβαλλοντικής πολιτικής, ενώ το μεταναστευτικό αποτελούσε μεγάλο αγκάθι μεταξύ των συντηρητικών Χριστιανοκοινωνιστών του κ. Ζεεχόφερ και των πολύ φιλικότερων προς τη μετανάστευση Πρασίνων.
Το παράδειγμα της Βαϊμάρης
Σίγουρα η αποτυχία των εκλογών προκάλεσε την αναζήτηση της λύσης στο σύνταγμα της χώρας, το οποίο όμως δεν προβλέπει απολύτως τίποτα για πρόωρες εκλογές. Η εξήγηση είναι μία και ιστορική, και έρχεται ως συνέπεια της κατάρρευσης της δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Πιο συγκεκριμένα, οι πρόωρες εκλογές της 14ης Σεπτεμβρίου 1930 κατέστησαν το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ κυρίαρχο παράγοντα ισχύος στη γερμανική πολιτική. Ο αριθμός των εδρών τους αυξήθηκε σε 107 και ταυτόχρονα ενισχύθηκαν οι κομμουνιστές.
Η Βαϊμάρη ήταν ακυβέρνητη, τα υπουργικά συμβούλια εναλλάσσονταν, και για αυτό το λόγο εκδίδονταν διαρκώς διατάγματα έκτακτης ανάγκης. Οι συντάκτες του Συντάγματος, συμπεριλαμβανομένου του Theodor Heuss, μέλους του FDP και κατόπιν πρώτου ομοσπονδιακού προέδρου, έλαβαν υπόψη το παράδειγμα αυτό στις συζητήσεις για το Σύνταγμα του 1948/49 ως προειδοποιητικό παράδειγμα.
Στα σχεδόν 70 χρόνια από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, δεν έχει υπάρξει αντίστοιχο παράδειγμα. Εξίσου μοναδικό στην ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας είναι ότι εκπρόσωποι κόμματος ζητούν νέες εκλογές δύο μήνες μετά τις εκλογές.
Τα τέσσερα σενάρια
Οι επιλογές, από εδώ και πέρα, είναι μετρημένες.
1) Το πρώτο και λιγότερο πιθανό σενάριο είναι οι Ελεύθεροι Δημοκράτες να υπαναχωρήσουν από την απόφασή τους να μην συγκυβερνήσουν με την Κεντροδεξιά και τους Πράσινους. Κάτι τέτοιο όμως θα τους κόστιζε σε αξιοπιστία.
2) Η κ. Μέρκελ μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU), ίσως σε συμμαχία με τους Πράσινους και να λάβει ψήφο ανοχής από το FDP, πράγμα που οι Ελεύθεροι Δημοκράτες δήλωσαν ότι θα μπορούσαν να πράξουν. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο πάντως, η νέα γερμανική κυβέρνηση θα ήταν μόνιμα σε διαβουλεύσεις για συγκρότηση πλειοψηφιών σε κάθε νομοσχέδιο.
3) Για το τρίτο σενάριο, δηλαδή την επιστροφή στον λεγόμενο «Μεγάλο Συνασπισμό» Κεντροδεξιάς – Κεντροαριστεράς, χρειάζεται μια στροφή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD). Το κόμμα, υπό τον νέο ηγέτη του, Μάρτιν Σουλτς και δεδομένης της πτώσης των ποσοστών του, έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν επιθυμεί συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση και θα προτιμούσε τη διενέργεια νέων εκλογών. Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να αλλάζει στάση.
4) Το τελευταίο σενάριο είναι η προκήρυξη νέων βουλευτικών εκλογών από τον πρόεδρο Σταϊνμάγερ, αφού όμως έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια εξεύρεσης λύσης από την παρούσα Μπούντεσταγκ. Στη Γερμανία, αλλά και διεθνώς, εκφράζονται φόβοι ότι νέες εκλογές θα ενίσχυαν ακόμη περισσότερο την AfD, με τις όλο και εντονότερα ακροδεξιές και αντιμεταναστευτικές θέσεις
Πρώτα νέος καγκελάριος μετά εκλογές
Σε περίπτωση πάντως που δεν ευοδωθούν οι προσπάθειες του προέδρου Στάινμαϊερ η χώρα οδηγείται αναπόφευκτα σε νέες εκλογές. Ακούγεται μεν απλό, εντούτοις δεν είναι. Προκειμένου να μην γίνονται εκλογές κατά το δοκούν, το γερμανικό Σύνταγμα περιέχει διάφορες δικλείδες ασφαλείας, προβλέποντας μια σχετικά πολύπλοκη διαδικασία.
Για να προκηρυχθούν νέες εκλογές και δεδομένου ότι δεν προβλέπεται όπως σε άλλες χώρες η δυνατότητα αυτοδιάλυσης της Βουλής, θα πρέπει να εκλεγεί καταρχήν ένας νέος καγκελάριος από τους βουλευτές. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να προτείνει στο σώμα έναν υποψήφιο, ο οποίος έχει κατά τον ίδιο τις μεγαλύτερες πιθανότητες εκλογής.
Στην περίπτωση αυτή η Μέρκελ (θεωρητικά ο πρόεδρος μπορεί να προτείνει και άλλον υποψήφιο) -και γνωρίζοντας ότι δεν έχει πλειοψηφία- θα έχει τον άχαρο ρόλο να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Σε περίπτωση που δεν αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε πραγματοποιείται σε διάστημα 14 ημερών και δεύτερος γύρος, στον οποίο απαιτείται επίσης η απόλυτη πλειοψηφία.
Αν αποτύχει και στον δεύτερο γύρο, τότε πραγματοποιείται άμεσα, εντός της ίδιας ημέρας πιθανότατα, ο τρίτος και τελευταίος γύρος όπου αρκεί η απλή πλειοψηφία. Στη συνέχεια ο πρόεδρος της Δημοκρατίας καλείται να εκπληρώσει τον σημαντικότερο ίσως θεσμικό του ρόλο: μέσα στις επόμενες επτά μέρες μετά την εκλογή θα πρέπει είτε να ορίσει τον νέο καγκελάριο είτε να προχωρήσει σε διάλυση του Κοινοβουλίου. Οι νέες εκλογές πρέπει να προκηρυχθούν σε διάστημα 60 ημερών.
Οι πιέσεις στον Σουλτς
Υπό ασφυκτική πολιτική πίεση βρίσκεται ιδιαίτερα μετά την συνάντηση του με τον πρόεδρο της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ ο ηγέτης του SPD Μάρτιν Σουλτς προκειμένου να εγκαταλείψει την αρνητική του στάση και να προσφέρει την υποστήριξή του στην καγκελάριο Αγγελα Μέρκελ.
Απώτερος στόχος, να αποφευχθεί η επαπειλούμενη σοβαρή πολιτική κρίση μετά την κατάρρευση των συνομιλιών του σχήματος «Τζαμάικα». Ο Σουλτς είναι έτοιμος να αρχίσει διαπραγματεύσεις με την καγκελάριο Μέρκελ προσφέροντάς της περιορισμένη υποστήριξη για μία τέταρτη θητεία στο πλαίσιο μίας κυβέρνησης μειοψηφίας, αλλά δεν προτίθεται να συμμετάσχει και πάλι σε έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό.
Παρόλα αυτά, πριν από μερικές μέρες ο Σουλτς, βάσει πληροφοριών, είχε κάνει μία επικίνδυνη σχετικά πρόταση στην Μέρκελ. Συγκεκριμένα, θα συμφωνούσε να συμμετάσχουν οι σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση αν εκείνη αποχωρούσε από την καγκελαρία, πρόταση η οποία όπως ήταν αναμενόμενο απορρίφθηκε.
Η κοινή γνώμη
Μία νέα δημοσκόπηση που βγήκε μετά τον τερματισμό των συνομιλιών ενίσχυσε περισσότερο την άποψη που τείνει προς τις εκλογές. Στην δημοσκόπηση αυτή που έγινε για λογαριασμό του ARD η πλειοψηφία των πολιτών προκρίνει τις εκλογές, ενώ την ίδια στιγμή ρίχνει την ευθύνη της κατάρρευσης της συμμαχίας στους Φιλελεύθερους.
Στην ίδια δημοσκόπηση, λυπηρή βρίσκει την διάλυση των διαπραγματεύσεων το 57%, ενώ την χαιρετίζει το 31%. Η δε ευθύνη για την αποτυχία βαρύνει το FDP για το 32%, τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) για το 18%, τους Πράσινους για το 15% και τους Χριστιανοδημοκράτες για το 9%.
Υπέρ του σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας τοποθετείται το 29%, ενώ νέες εκλογές προτιμά το 63% των πολιτών. Σε ότι αφορά την στάση των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), το 50% προτιμά να μείνουν εκτός κυβέρνησης, ενώ το 44% ζητά να συμμετάσχουν σε μεγάλο συνασπισμό με την Χριστιανική Ένωση.