Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt υπογράμμιζε την Πέμπτη σε ρεπορτάζ έγκριτων συντακτών της πως, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα, υπάρχει ο φόβος για επανάκαμψη του εφιάλτη του 2015, σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις εκταθούν πολύ χρονικά.
Ας ξεκινήσουμε αντίστροφα: η διαπραγμάτευση του 2015, εκείνη η καταστροφική τακτική, εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης έχει αφεθεί στην άκρη. Ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του προσπαθούν να εμφανίσουν εαυτούς ως καλούς μαθητές, προκειμένου να προλάβουν τα χειρότερα λόγω τυχόν καθυστερήσεων. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση προσπαθεί να κλείνει εκκρεμότητες, προκειμένου να μην βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο αργότερα μέσα στο 2017, όταν τα ταμειακά διαθέσιμα πάλι θα εξαντλούνται και η χώρα θα βρίσκεται αντιμέτωπη με ακραίες πιέσεις.
Διότι, ας είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας: καμία σοβαρή κυβέρνηση δεν θα νομοθετούσε μέτρα άνω των 4 δις, για την περίπτωση που πέσει έξω στις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις της. Καμία, ούτε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ούτε κυβέρνηση ΝΔ. Διότι, το ΔΝΤ εφαρμόζει μια περίεργη προσέγγιση: στα λόγια εμφανίζεται να επιχειρηματολογεί για μικρότερα πλεονάσματα, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, αλλά και νέες παρεμβάσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο, στην πράξη όμως, επειδή βλέπει πως δεν μπορεί κάτι τέτοιο να περάσει από τους Ευρωπαίους, λέει πως τα νούμερα πρέπει να βγαίνουν, συνεπώς, για να επιτυγχάνεται ο στόχος πλεονάσματος του 3,5% για αρκετά χρόνια, χρειάζονται αρκετά νέα μέτρα, γιατί με τα παρόντα ο λογαριασμός δεν βγαίνει.
Πώς θα λυθεί ο γόρδιος δεσμός; Άγνωστο! Το ΔΝΤ ετοιμάζει τις δύο εκθέσεις του, αυτή για την ελληνική οικονομία και αυτή για το ελληνικό χρέος, οι οποίες επί της ουσίας θα υπενθυμίζουν τις πάγιες θέσεις του Ταμείου, πλην όμως το timing, λίγο πριν το Eurogroup, θα δυσκολέψει κατά πολύ την προσπάθεια λήψης οριστικής απόφασης. Ούτως ή άλλως, οι τυπικές εκκρεμότητες για τα προαπαιτούμενα δεν έχουν κλείσει, αλλά παράλληλα και η συζήτηση για το μεσοπρόθεσμο διάστημα είναι εξαιρετικά δύσκολες, λόγω των αντικρουόμενων θέσεων Ταμείου και Ευρωπαίων.
Και στο τέλος, πάντα υπάρχει ο κίνδυνος η Ελλάδα να γίνει σάντουιτς. Σε αυτή την περίπτωση, όποιος και να φταίει, ο σχεδιασμός της κυβέρνησης πάει περίπατο. Αν δεν ληφθεί η απόφαση τον Ιανουάριο, πριν από τις Ολλανδικές εκλογές (η Βουλή τους διαλύεται αρχές Φεβρουαρίου και οι εκλογές λαμβάνουν χώρα στις 15/3), τότε νομοτελειακά πάμε για Μάρτιο. Οπότε, με ανοιχτή την αξιολόγηση, στο ενισχυμένο QE της ΕΚΤ που τρέχει ως τον Μάρτιο δεν μπαίνουμε και ακόμα δεν μπορούμε να βγούμε ούτε δοκιμαστικά στις αγορές στο πρώτο τρίμηνο του 2017, γιατί ακόμα πάνω από τη χώρα θα αιωρείται η αχλύ της αβεβαιότητας.
Φοβούνται λοιπόν οι Γερμανοί επανάληψη του 2015; Ναι, ομολογουμένως δεν θα το ήθελαν, αλλά δεν κάνουν και πολλά πράγματα για να αποφύγουν την χρονική έκταση της διαδικασίας σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Η Ιταλία είναι στα… πρόθυρα νευρικής κρίσεως, ενώ και η Ισπανία είναι πάντα μια περίπτωση με μεγάλο ενδιαφέρον. Παράλληλα, στη Γαλλία η απειλή της Μαρίν Λεπέν είναι εξαιρετικά σοβαρή για να υποτιμηθεί, όπως το Brexit και η εκλογή Trump.
Φυσικά, με την παροχή του βοηθήματος στους συνταξιούχους, όπως έγινε, δεν βοηθήσαμε καθόλου τους εαυτούς μας, χάσαμε πολύτιμο χρόνο και δώσαμε πάτημα σε αυτούς που απεργάζονται γκρίζα σενάρια για τη χώρα μας να τα επαναφέρουν. Όμως, αυτό δεν είναι δικαιολογία για το ότι, εξαιτίας της διαφωνίας Ευρωπαίων-ΔΝΤ, η απόφαση πηγαίνει πίσω.
Συνεπώς, η βασική πηγή του προβλήματος δεν έγκειται απαραίτητα στην ελληνική κυβέρνηση. Βερολίνο και Ουάσιγκτον κρατούν το κλειδί της λύσης. Το ΔΝΤ που έχει καεί στο χυλό και φυσάει και το γιαούρτι εξαιτίας των προβλέψεών του δεν «καίγεται» να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά από την άλλη το Βερολίνο έχει ζήτημα με το κοινοβουλευτικό mandate του. Επειδή, όμως, ούτως ή άλλως απαιτήθηκαν πολύ λιγότερα χρήματα από τα αρχικά προβλεφθέντα 16 δις, η χρηματοδότηση του Ταμείου δεν είναι απαραίτητη. Συνεπώς, ίσως ήρθε η ώρα να συζητήσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο παραμονής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα με το καπέλο του τεχνικού συμβούλου.
Αν δεν γίνουν όλα τα παραπάνω και παράλληλα δεν βρεθεί κάποιος συμβιβασμός μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, έστω τον Μάρτιο, τότε το πρόγραμμα θα συνεχίσει να καρκινοβατεί. Και τότε, ναι, είναι πιθανό το καλοκαίρι του 2015 να ξαναζωντανέψει στα μάτια μας. Μέχρι τότε όμως σε πολιτικό επίπεδο υπάρχει το περιθώριο να ξορκιστεί αυτό που η συντριπτική πλειοψηφία των decision-makers απεύχεται.