Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» εξανεμίστηκε μέσα σε ένα χρόνο διακυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και αυτό μάλλον δεν είναι άποψη, αλλά γεγονός. Από εδώ και πέρα λοιπόν θα ήταν μάλλον ορθό και στο πλαίσιο της ίδια αφήγησης με εκείνη που έφερε μια ομάδα αριστερών στα πράγματα, να αναφερόμαστε στο ηθικό μειονέκτημα της αριστεράς.
Σπεύδω να εξηγηθώ για να μην παρεξηγηθώ! Παρότι ανήκω στην κατηγορία αυτών που υπερασπίστηκε και υπερασπίζεται τον αγώνα για διαρκή σύζευξη της ηθικής με την πολιτική, ποτέ δεν χρησιμοποίησα αυτούς τους όρους για να κατασκευάσω την διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς. Πιστεύω πως το αριστερό ιδεολόγημα περί δικαιοσύνης και ισότητας – στο βαθμό που δεν παραγνωρίζει την ελευθερία – είναι αυτό που νομιμοποιεί πολιτικώς την αριστερά σε ένα ανώτερο κοινωνικό επίπεδο από την δεξιά, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με την ηθική.
Πρόκειται σαφώς για πολιτική αξιολόγηση με ιδεολογικά κριτήρια και όχι ηθική. Έτσι οι όροι «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» και «ηθική ανωτερότητα της αριστεράς» αποτελούν έκφραση ηθικισμού που παραπέμπει στη θρησκευτική αντίληψη της ιδεολογίας. Αυτό με την σειρά του οδηγεί στην ηθικού – και όχι στενά πολιτικού – χαρακτήρα αχρειότητα του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Όταν λοιπόν αναφέρεσαι στο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς» ή προπαγανδίζεις την «ηθική ανωτερότητα της αριστεράς» το πιθανότερο είναι να υποδηλώνεις την ανάπτυξη μίας πολιτικής, η νομιμοποίηση της οποίας βασίζεται στο ανήθικο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Η πολιτική εν τέλει διακρίνεται εντελώς από την ηθική, στο μέτρο που αποδεχτούμε πως «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αυτή είναι η πραγματικότητα. Κατά τον λενινισμό, ωστόσο, η πραγματικότητα αυτή αναστρέφεται ιδρύοντας έναν ρεαλισμό νεορομαντικού τύπου κατά τον οποίο πολιτική και ηθική συνδέονται εκεί όπου ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Αυτή την στρέβλωση της αντίληψης των σημαντικότερων θεωρητικών του κομμουνισμού, αλλά και του ίδιου του Μαρξ, ανέδειξε το κίνημα του ευρωκομμουνισμού κατά την περίοδο του διπολισμού στην Ευρώπη και αργότερα στοχαστές που εσωτερικεύουν την (καλή και κακή) κληρονομιά/εμπειρία του μαρξισμού. Αυτοί έδειξαν και δείχνουν (π.χ.Mouffe, Žižek) πως το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» αποτελεί προσέγγιση για πολιτική νομιμοποίηση πολιτικών εφαρμογών και στρατηγικής, που διαμορφώνει ένα ηθικό μειονέκτημα στην πραγματικότητα για την αριστερά.
Κάπως έτσι το ηθικό στοιχείο συνδέεται με την πολιτική, όχι ως προς τον αναφερόμενο σκοπό, αλλά ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξή του. Το ηθικό ζήτημα για τις σημερινές αριστερές ηγεσίες είναι οι διαδικασίες και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του αναφερόμενου στόχου της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της ισότητας. Τα μέσα, με άλλα λόγια, είναι αυτά που προσδίδουν ηθικό χαρακτήρα στον αναφερόμενο στόχο ή σκοπό μιας αριστερής διακυβέρνησης και όχι το αντίστροφο. Άλλωστε, αυτό ακριβώς ήταν και είναι το κριτήριο της αριστερού χαρακτήρα κριτικής στον σταλινισμό και τον αριστερό ολοκληρωτισμό. Μόνο αυτή η προσέγγιση είναι ικανή να παντρέψει με βιοοικονομικά κριτήρια την ελευθερία με την ισότητα. Στην αντίθετη περίπτωση (: «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα») ο ολοκληρωτισμός είναι το πολιτικό αποτέλεσμα και η υποκρισία, ο αυταρχισμός, η γραφειοκρατία, η αλαζονεία, η αναλγησία, ο απολιτικός στην ουσία αποκλεισμός, η ρουφιανιά, η συνωμοσία και πολλά άλλα αποκρουστικά με ηθικούς όρους φαινόμενα έρχονται να συνδιαμορφώσουν ένα απειλητικό για τον κάθε πολίτη που δεν μετέχει στην εξουσιαστική δομή, ύφος ηγεμονίας.
Αυτό το ύφος είχα υπόψιν μου όταν κατά τις δύο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις αναφερόμουν στην ανάγκη μεταβολής του ύφους της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Το ύφος που παρέπεμπε σε ένα δήθεν «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», προφανώς επειδή δεν είχαν ποτέ κατά το παρελθόν την ευθύνη της διακυβέρνησης αριστερές ηγεσίες, ήταν μάλλον εύλογο πως θα κατέληγε πολύ σύντομα μέσω της πρακτικής του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», σε ηθικό μειονέκτημα για την αριστερά. Και όχι μόνον την ευρωαριστερά, αλλά ολόκληρη την αριστερά, καθώς ο δογματισμός του λενινιστικού χώρου δεν επέτρεψε την διαφοροποίηση με όρους ηθικής. Πώς θα μπορούσε ποτέ η πολιτική εντιμότητα, την οποία επικαλείται διαρκώς ο αγαπητός Δ. Κουτσούμπας για να εμφανίσει τον Αλέξη Τσίπρα ανέντιμο και ψεύτη, να αναπτυχθεί στο πλαίσιο του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»; Η αλήθεια είναι πως η πολυποίκιλη λενινιστική αριστερά με την μακρά ιστορία της στα ελληνικά πολιτικά πράγματα και στα κινήματα, είναι αυτή που κεφαλαιωδώς, αλλά έμμεσα, νομιμοποίησε πολιτικώς με ηθικούς όρους την αχρειότητα και την αβελτηρία, που πασίδηλα χαρακτηρίζουν αυτή την στιγμή το ύφος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Μόνον στον βαθμό που η ηθική με όλες τις γνωστές της έννοιες και αυτή της εντιμότητας, ασφαλώς, συνδεθεί με τα καταστατικά μέσα και τις πρακτικές που ακολουθούνται για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου, θα είχε έννοια η περίφημη «ηθική ανωτερότητα της αριστεράς». Αυτό δεν συνέβη κατά την θεμελίωση των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη του προηγούμενου αιώνα και δυστυχώς δεν συμβαίνει σήμερα, που στο όνομα της αριστεράς ήρθαν να κυβερνήσουν κάποιοι φιλόδοξοι, νέοι στην πλειονότητά τους, άνθρωποι.
Έτσι, ένα χρόνο μετά την πρώτη μέρα του «πρώτη φορά αριστερά» το γενικό ύφος στην διακυβέρνηση της χώρας ελάχιστα θα έλεγε κανείς πως διαφέρει από εκείνο προηγούμενων κεντροδεξιών ή κεντροαριστερών κυβερνήσεων. Το κακό είναι πως αυτό ακριβώς το ύφος που συνδέθηκε με το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς», είναι εκείνο που αναδεικνύει εμφατικώς σήμερα το ηθικό μειονέκτημα της αριστεράς. Και αυτό, επίτρεψέ μου αναγνώστη μου, να θεωρήσω πως είναι πολύ κακό, όχι αποκλειστικά για την αριστερά και τους αριστερούς, αλλά για ολόκληρη την κοινωνία και την δυναμική εξέλιξης του πολιτικού φαινομένου στην πατρίδα μας.