Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Έγινε απόλυτη φάρσα και η τηλεόραση στην Ελλάδα, μέσα σε μια γενικευμένη φάρσα νομιμότητας, που μετουσιώνει την ίδια την πολιτική σε ευτελές εμπόρευμα.
Ένα εμπόρευμα που έχει πλέον αξία επειδή απλώς και μόνον κατασκευάζει τη τηλεοπτική αγορά προσδιορίζοντας τη τιμή (: τη χρηματική-αξία ιδιοποίησης του δημόσιου Μέσου), αλλοιώνοντας ταυτόχρονα τη χρηστική αξία των καναλιών, η οποία παραπέμπει ευθέως στην ποιότητα του έργου τους.
Αν ήξερες πονηρέ, αριστερέ κυβερνήτη τι διαπράττεις σήμερα, δεν θα το επιχειρούσες ποτέ! Αυτή η φάρσα ανταγωνισμού και νομιμότητας οδηγεί τελικά τον ίδιο σου τον εαυτό στο μουσείο. Δεν γράφεις σήμερα ιστορία, μετατρέπεσαι σε μια παγωμένη και ξεθωριασμένη kitsch σελίδα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, στις γραμμές της οποίας οι λεγόμενες τηλεοπτικές άδειες εμφανίζονται σαν αυτοσκοπός οικονομικού χαρακτήρα, ενώ άλλος θα έπρεπε να είναι ο σκοπός τους: η ποιότητα, το υψηλό δημοσιογραφικό και ψυχαγωγικό ήθος και το ύφος που δεν θα αποτελούσε απλώς ρεπλίκα ενός χυδαίου ή απλώς τετριμμένου έργου τέχνης, τεχνολογίας και επικοινωνίας.
Σήμερα σκότωσες τον ρομαντισμό στο τηλεοπτικό φαινόμενο και μάλλον ασυνείδητα δολοφόνησες την άλλη, την προοδευτική και ποιοτική πιθανότητα για την εξέλιξη της ελληνικής τηλεόρασης. Γιατί; Για να διαπιστώσουμε ξανά πως κάθε πόρνη ήταν κάποτε παρθένα! Αυτό είναι γνωστό ακόμη και στον κάθε «αναλφάβητο» της τηλεόρασης.
Αυτό που δεν ξέρει ο «αναλφάβητος» είναι πως η ποιοτική τηλεόραση δεν είναι αποτέλεσμα πορτοφολιού, αλλά αποτέλεσμα προλεταριακού ρομαντισμού. Αυτό που υπηρετεί η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας των αδειοδοτήσεων που μηχανεύτηκε, αναπαριστά δυστυχώς το ιδεολόγημα του πλέον χυδαίου νεοφιλελευθερισμού, συνδυασμένο με την πολιτική σκοπιμότητα ενός κρατιστή. Έτσι, το πολιτικό εμπόρευμα του ΣΥΡΙΖΑ, συνδέεται με χαμηλή αξία για τη κοινωνία και ευτελίζεται στις συνειδήσεις όσων θα μπορούσαν να προσφέρουν στη ρομαντική αναδιοργάνωση με ποιοτικά κριτήρια.
Η μηχανιστική διαδικασία των συγκεκριμένων αδειοδοτήσεων, δεν διασφαλίζει την αντικειμενικότητα, την ουδετερότητα και τον απροκατάληπτο χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής ως προς την ιδιωτική τηλεόραση, ενώ ταυτόχρονα θέτει στο περιθώριο τους ρομαντικούς δημιουργούς του μέσου. Εμείς δεν μετράμε! Και πώς να μετρήσουμε, αφού είμαστε ανίκανοι να δούμε τη τηλεόραση σαν κοινή φάμπρικα φασόν που επενδύει στην ικανότητά της για διαπλοκή;
Η ήττα του ρομαντισμού στη τηλεόραση και των ρομαντικών της τηλεόρασης, θα είναι τελικά η ήττα της προοδευτικής κοινωνίας στην Ελλάδα και αυτό θα το πληρώσει ακριβά η αριστερά. Όλες οι ελπίδες μας τώρα στηρίζονται στο παράδοξο μέσα από το πορτοφόλι του καναλάρχη να ξεπηδήσουν τυχαία με τη μορφή του «Ευρώ» οι Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Φρήντριχ Σλέγκελ, Βίκτωρ Ουγκό, ή ο Τζωρτζ Όργουελ χέρι-χέρι με τον Χατζιδάκι!