Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Θα διαβάσω το νέο βιβλίο του Κώστα Σημίτη, με τη μορφή συζήτησης με τον Γιάννη Πρετεντέρη, σε ό, τι αφορά στην ανάπτυξη των προβληματισμών για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης.
Καθώς όμως το ερώτημα που επιλέχτηκε ως τίτλος του βιβλίου («Υπάρχει Λύση;») είναι ιδιαίτερα προκλητικό μετά από μια επταετία ύφεσης, εσωτερικής υποτίμησης και διαρκούς απορρύθμισης κράτους και αγοράς, με παράλληλη πρόκληση ενός δραματικού κοινωνικού ζητήματος διαστάσεων εθνικής καταστροφής, σπεύδω να πάρω θέση για να μην κοροϊδευόμαστε.
Λύσεις στο ελληνικό (: χρηματοπιστωτικό και διαρθρωτικό) ζήτημα της ευρωζώνης, υπήρχαν πολλές: άλλες κακές, άλλες λιγότερο κακές, κάποιες δίκαιες και προοδευτικές (: πρόταση του Die Linke) και κάποιες τολμηρές έως πολύ τολμηρές. Επιλέχθηκε μια από τις λιγότερο επώδυνες για το ελληνικό πολιτικό σύστημα και συγκυριακά ανακουφιστική για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, τους κεντρικούς θεσμούς και τις κυβερνήσεις των κρατών της ευρωζώνης, των ΗΠΑ και των μεγάλων-κρατών εμπορικών εταίρων ΕΕ-ΗΠΑ. Ωστόσο, μια λύση πολύ κακή για την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Άρα υπήρξε λύση, μια σύνθετη λύση, η οποία – όπως θα μπορούσε οποιοσδήποτε σοβαρός μελετητής της εθνικής οικονομίας ή της ιστορίας των οικονομικών σχέσεων και της ιστορίας της πολιτικής οικονομίας, βάσιμα να υποθέσει – θα οδηγούσε στο απόλυτο αδιέξοδο, αν φυσικά δεν συνοδευόταν από ένα ευρύ Σχέδιο Παραγωγικής Αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας και του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας μας. Ένα, δηλαδή, ολοκληρωμένο σχέδιο διαφορετικής πολιτικής σύλληψης, αλλά παρόμοιας κατεύθυνσης με το γερμανικό «Σχέδιο Μάρσαλ».
Αυτό δεν έγινε ποτέ κεντρικός στόχος και ούτε αποτέλεσε σοβαρό ζήτημα διαπραγμάτευσης από ελληνικής πλευράς, η οποία έσπευδε διαρκώς να υιοθετεί και να προπαγανδίζει στο εσωτερικό φαιδρά έως απολύτως παλαβά στην αισιοδοξία τους σενάρια εξόδου από την κρίση. Το θέμα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα ήταν και παραμένει ένα: ο κατευνασμός των φτωχοποιούμενων κοινωνικών στρωμάτων και η διασκέδαση των παράπλευρων κοινωνικών και παραγωγικών συνεπειών από το σχέδιο ταυτόχρονης δραστικής μείωσης του δημοσιονομικού και εμπορικού ελλείμματος σε μια οικονομία «σκληρού νομίσματος», χωρίς πρόσβαση στην χρηματαγορά.
Ακολουθήθηκε με άλλα λόγια μια πολιτικάντικη, σφοδρά λαϊκιστική μέθοδος συντεταγμένης χρεοκοπίας, η οποία μάλιστα παρουσιάστηκε σαν οικονομική μεθοδολογία προσαρμογής. Η στρατηγική του «appeasement» είναι σαν να δραπέτευσε από τα εγχειρίδια πολιτικής και επικοινωνίας και να εντάχθηκε ως οργανική ύλη σε αυτά των οικονομικών! Αυτή δυστυχώς είναι η αλήθεια της «πολιτικής λύσης» που επιλέχθηκε ως δήθεν ορθολογική «οικονομική λύση», η οποία συνοδεύτηκε από τεράστια καταστροφή και σπατάλη οικονομικού και ανθρώπινου κεφαλαίου – σπατάλη που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα με μικρότερο ασφαλώς ρυθμό.
Σήμερα, για να είμαστε έντιμοι, δεν θα πρέπει να μιλάμε για την προοπτική «κακών λύσεων», αλλά για τη δρομολόγηση των χειρότερων λύσεων για την ελληνική κοινωνία, που είναι μάλλον οι καλύτερες δυνατές συγκυριακά για αυτούς που επιμελήθηκαν και επέβαλαν σε συνεργασία με το πολιτικό μας προσωπικό τον «ατομικό μηχανισμό σωτηρίας» – ποιού ακριβώς;
Δυστυχώς, υπάρχει οικονομική λύση σήμερα στο ελληνικό δράμα! Το κακό είναι πως υπάρχει λύση και την ξέρουν όλοι οι ενδιαφερόμενοι! Την γνωρίζουν, αλλά παραπλανούν, όπως παραπλανούσαν με το περίφημο «χώρες της ευρωζώνης δεν πτωχεύουν», ή με το περίφημο «τα μνημόνια θα μας ανοίξουν τον δρόμο στις αγορές» ή «οι αγορές θα μας εμπιστευτούν μόνον αν ενταχθούμε στον ατομικό μηχανισμό υπό την τρόικα»!
Παράλληλο καθεστώς πληρωμών (: διπλό νομισματικό) αποκαλείται αυτή η μόνη, εδώ που φτάσαμε, «ορθολογική» – αλλά επιπρόσθετα καταστροφική – λύση, με ριζική ασφαλώς αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτή είναι η μόνη φυσιολογική εξέλιξη με οικονομικούς όρους. Ο μοναδικός οικονομικός ορθολογισμός εντός του σημερινού τέλματος, που, ωστόσο, θα επιδεινώσει το κοινωνικό ζήτημα της χώρας, αλλά θα προκαλέσει μεσοπρόθεσμα επενδυτικό ενδιαφέρον και θα διευκολύνει την ρευστότητα. Αυτό δεν θα ήταν μονόδρομος σήμερα αν πριν από επτά χρόνια είχε υπάρξει η πρόνοια αυτό να αποκλειστεί πάση θυσία και το ζήτημα από ελληνική υπόθεση να αντιμετωπισθεί ως δομολειτουργικό πρόβλημα της ευρωζώνης.
Ποτέ το «πάση θυσία στο ευρώ» δεν σήμαινε «πάση θυσία να αποφευχθεί η πιθανότητα να προστεθεί και εξωτερική υποτίμηση στην ήδη πολύ μεγάλη εσωτερική». Μην ρωτάς, λοιπόν, τώρα αν υπάρχει λύση! Καλύτερα να μην υπάρξει τελική επίλυση στο ζήτημα, αφού δεν υπήρξε μέχρι σήμερα. Αν υπάρξει τώρα, θα είναι η χειρότερη που θα μπορούσε να υπάρξει γενικώς για την ελληνική κοινωνία, αν δεις το ζήτημα συνολικά και ιστορικά.