…από αυτοκρατορίσκους, δικτατορίσκους και μια αδύναμη ιμπεριαλιστική υπερδύναμη!
Γράφει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Θα ξεκινήσει παγκόσμιος πόλεμος από την Ουκρανία; Με ρώταγες! Όχι, ήταν η απάντησή μου. Μήπως όμως ξεκινήσει από την Συρία; Επανέρχεσαι! Όχι, με την έννοια του Πρώτου ή του Δεύτερου Παγκόσμιου, ή με εκείνη της «πυρηνικής Αποκάλυψης» ενός Τρίτου για να γίνει ο Τέταρτος με σφενδόνες, αλλά με εκείνη του «κάτι σαν πόλεμος», που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο διαστροφική εκδοχή της πολιτικής με άλλα μέσα.
Αν διψάς για πολύ αίμα, μια και υπάρχει πρόβλημα με το σπέρμα, δεν θα σε ικανοποιήσω. Η γνώση μου στη διεθνή πολιτική δεν με οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Εγώ βλέπω να ξεκινά από το ευρύτερο μέτωπο της Συρίας και του Ιράκ μια νέα μορφή πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ αυτοκρατορίσκων, δικτατορίσκων, μιας διαρκώς πιο απρόθυμης να διεξάγει κανονικό πόλεμο υπερδύναμης και απελπισμένων ισλαμιστών που δεν έχουν και δεν ξέρουν πλέον πού να σταθούν και πώς να ζήσουν!
Και τι είναι αυτό που δεν θα προσφέρει στον άρρωστο ψυχικώς και διεστραμμένο διανοητικώς συμπολίτη μας τη χαρά ενός Τρίτου Παγκόσμιου πόλεμου; Η ίδια η τεχνολογία του πολέμου, η οποία εκμηδενίζει πλέον την αξία του στρατιώτη, όπως και εκείνη του μοντέρνου στρατηγού της νεωτερικότητας. Και μην φανταστείς πως αναφέρομαι αποκλειστικά στο πυρηνικό οπλοστάσιο! Αυτό συνδέεται και σε κάποιο βαθμό ξεπερνιέται από την ηλεκτρονική τεχνολογία και την σύγχρονη εφαρμοσμένη φυσική και βιοτεχνολογία. Η εποχή όπου το μέταλλο διαπερνούσε τη σάρκα και η δύναμη των εκρηκτικών κατέστρεφε οργανική και ανόργανη ύλη έχει παρέλθει ως πολεμικό μοντέλο στην μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αναμέτρηση. Ήδη μια καλή σφεντόνα ισοδυναμεί με ένα Καλάσνικοφ υπό το πρίσμα των πραγματικών δυνατοτήτων ενός μεταμοντέρνου και μεταβιομηχανικού στρατού, ο οποίος συνυπάρχει σε αυτή την φάση της ιστορίας με τον παραδοσιακό στρατό, της παραδοσιακής πολεμικής τεχνολογίας και μάλιστα στο ίδιο εθνικό πλαίσιο ή σε εκείνο του ΝΑΤΟ.
Πρόκειται για την συνύπαρξη νέων τεχνολογιών πολέμου με παλαιές, όπου οι πρώτες ακυρώνουν την σημασία των δεύτερων με όρους τελικής νίκης. Τέτοιες τεχνολογίες διαθέτουν οι σημερινές μεγάλες δυνάμεις, ενώ κάμποσες άλλες μικρότερες, περιφερειακές δυνάμεις, προσπαθούν να τις αποκτήσουν και μέχρι τότε ακολουθούν εναλλακτικούς δρόμους στην ανάπτυξη των κλασικών όπλων στο πλαίσιο της θεωρίας αποτροπής. Αντίθετα οι μεγάλες δυνάμεις αναπτύσσουν γοργά το δόγμα του μη-παγκόσμιου πολέμου, που δεν στηρίζεται στην πυρηνική απειλή, αλλά στην τεχνολογική ακύρωση αυτής της απειλής.
Και τότε γιατί η συμβολική αναπαράσταση του πολέμου δεν μοιάζει να μεταβάλλεται; Γιατί παλαιά και νέα ΜΜΕ αναπαριστούν την απειλή για παγκόσμια σύρραξη με όρους ψυχρού πολέμου ή όρους Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου; Επειδή στην πρώτη περίπτωση κυριαρχεί η διαμόρφωση ενός κοινωνικού συναισθήματος (social mood), το οποίο αναπαράγει απολύτως ψευδώς πολιτικές κατηγορίες που δεν υφίστανται σήμερα, αλλά εξυπηρετούν στην διαμόρφωση εθνικιστικών ή ιδεολογικών φαντασιώσεων – και πωλήσεων – και στην μαζικοποίηση στη βάση ενός διπόλου ηγεμονίας που έχει εδώ και μια γενιά καταρρεύσει. Ενώ στην δεύτερη περίπτωση, η τάση για αναρχοποίηση του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας, εξαιτίας της αδυναμίας των ΗΠΑ να επιτελέσουν τον στρατιωτικό (παγκόσμιο-αστυνομικό στην ουσία) ρόλο που οι νεοφιλελεύθεροι οραματίζονταν για την ολοκλήρωση του σχεδίου τους για παγκόσμια διακυβέρνηση, προσομοιάζεται με τις συνθήκες που οδήγησαν αυτοκρατορικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην γενικευμένη σύγκρουση του Πρώτου Παγκοσμίου και στην αναστροφή του πρώτου ολοκληρωμένου εγχειρήματος για παγκοσμιοποίηση.
Το «κάτι σαν πόλεμος» που ουσιαστικά ξεκινά από την εμπλοκή όλων των μεγάλων δυνάμεων, αλλά και των περισσότερων περιφερειακών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας, συμπίπτει με μιλιταριστικούς και στρατηγικούς όρους με την γενικότερη οικονομική, ηγεμονική και κοινωνική μετάβαση από την ύστερη περίοδο της νεωτερικότητας σε ένα μετανεωτερικό, μεταβιομηχανικό και μεταμοντέρνο κόσμο, όπου ο πόλεμος ως παγκόσμια απειλή δεν θα αποτελεί εξαίρεση και διακοπή ειρηνικών περιόδων για την ανθρωπότητα, αλλά τον κανόνα. Θα ζούμε πλέον διαρκώς και σχεδόν παντού στον κόσμο υπό το φάσμα του πολέμου – σαν να πραγματοποιείται παγκόσμιος πόλεμος – με το φαινόμενο της τρομοκρατίας να αλλάζει εντελώς μορφή σε σχέση με εκείνο την αυγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η τρομοκρατία δεν θα αποτελεί πλέον αφορμή πολέμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αλλά αφορμή για συνεργασία των μεγάλων δυνάμεων σε επιχειρήσεις οι οποίες θα προκαλούν κατά την εξέλιξή τους ήπιες ή έντονες ρήξεις σε αυτή καθεαυτή τη συνεργασία, με αποτέλεσμα το σύγχρονο πολιτικό αφήγημα της ειρήνης και συνεργασίας να μεταμορφώνεται διαρκώς σε αφήγημα προστριβής και πολέμου. Αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, είναι το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό μοντέλο στην ανάπτυξη των παγκόσμιων οικονομικών κολοσσών, αυτό γίνεται και το κυρίαρχο μοντέλο που αφορά στη σύγχρονη γεωπολιτική διάσταση.
Το «κάτι σαν πόλεμος» ξεκινά από την Συρία που αποτελεί ένα συνονθύλευμα διαφορετικών λαών, πολιτισμών και θρησκειών, επειδή στο σημείο αυτό του κόσμου εμπλέκονται όλων των ειδών τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και των πλέον φιλόδοξων περιφερειακών δυνάμεων. Η Συρία δίχως την αυταρχική εξουσία των Άσαντ ήταν βέβαιο ότι θα μετατρεπόταν στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας διένεξης χωρίς ορατή πολιτική λύση, εάν ευθύς εξ αρχής ο Μπασάρ Αλ Άσαντ δεν ενδιαφερόταν ο ίδιος για τον εκδημοκρατισμό της χώρας του.
Η αποσταθεροποίηση του Ιράκ από τις ΗΠΑ και την Δυτική Συμμαχία αντί να οδηγήσει τον Μπασάρ Αλ Άσαντ στο να καταλάβει πως το μόνο του όπλο είναι ο εκδημοκρατισμός και η ενίσχυση πολλών αποκλεισμένων μειονοτήτων στην χώρα του, τον οδήγησε στο αντίθετο μάλλον συμπέρασμα. Ποιος φταίει γι’ αυτό πλην του ιδίου; Τόσο οι ΗΠΑ και αρκετές άλλες από τις Δυτικές Δυνάμεις, όσο και η Ρωσία, αλλά παραδόξως και η ίδια η τουρκική ηγεσία. Όλοι κατ’ αρχήν έσπευσαν να στηρίξουν ένα απολυταρχικό καθεστώς, το οποίο στη συνέχεια όλοι φρόντισαν να υπονομεύσουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Εάν δεν είχε αποσταθεροποιηθεί το Ιράκ και οι σουνίτες του Σαντάμ Χουσεΐν δεν είχαν εκδιωχθεί από την Βαγδάτη και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας για να γίνουν οπλαρχηγοί του για λόγους πολιτικής και μόνον, αποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους και δεν έσπευδαν υπογείως όλοι οι αντίπαλοι του Άσαντ στον αραβικό κόσμο και οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και κάποιων άλλων Δυτικών να τους ενισχύσουν με χρήμα και πολεμικό υλικό, είναι βέβαιο ότι αυτή την στιγμή τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων και ισχυρών περιφερειακών δυνάμεων δεν θα γίνονταν μαλλιά-κουβάρια στην περιοχή.
Ο απαραίτητος εκδημοκρατισμός της Συρίας για να αποφευχθεί η διάλυσή της δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να επιβληθεί απ’ έξω. Έπρεπε να δρομολογηθεί εγκαίρως από τον ίδιο τον Άσαντ, ο οποίος εθελοτυφλώντας ακολούθησε μία κοντόφθαλμη πολιτική για να διατηρηθούν αλώβητα τα προνόμια της κλίκας που τον στηρίζει στην εξουσία. Τώρα είναι αργά και υπάρχει ο κίνδυνος ολόκληρη η Εγγύς Ανατολή να μετατραπεί σε πεδίο εχθροπραξιών χωρίς τέλος, στο πλαίσιο ενός ακήρυχτου παγκόσμιου «κάτι σαν πολέμου», μέχρις ότου το μετανεωτερικό φαινόμενο αποκτήσει και γεωστρατηγική βάση με την δημιουργία μίας νέας αμυντικής συμμαχίας στο σύγχρονο πρότυπο του ΝΑΤΟ, που κατ’ αρχήν θα συμπεριλαμβάνει και την Ρωσία.
Ο Άσαντ και το μικρό του «βασίλειο» δεν έχουν μέλλον, το εμπόλεμο παρόν, ωστόσο, σε αυτήν την περιοχή του πλανήτη είναι που θα διαμορφώσει τις συνθήκες που ο «κάτι σαν πόλεμος» θα κρατήσει για πολύ ή λίγο. Και αυτό θα εξαρτηθεί από την απόφαση Δυτικών και Ρώσων να προχωρήσουν σε μία στενότερη αμυντική συνεργασία, δομώντας ένα νέο Σύμφωνο πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας στο πρότυπο του ΝΑΤΟ και με την προοπτική σύντομα και σε ένα επόμενο στάδιο να ενταχθεί η Κίνα και οι άλλες μεγάλες περιφερειακές δυνάμεις που αναπτύσσονται στην Ασία σε αυτό.
Η πρόσφατη ένταση στις ρωσο-τουρκικές σχέσεις με την κατάρριψη από τουρκικής πλευράς του ρωσικού βομβαρδιστικού στην τουρκοσυριακή μεθόριο είναι ένα συμβάν που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για να διαμορφώσει γεγονότα είτε μεγάλης χρονικής επέκτασης του «κάτι σαν πόλεμος», είτε στο πλαίσιο αυτού να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για μια Μεγάλη Συμμαχία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων που συγκροτούν τους σύγχρονους πόλους ηγεμονίας στον κόσμο μας. Το τελευταίο είναι μία υπόθεση ειρήνης που θα ολοκληρώνει το «κάτι σαν πόλεμος» σχετικά σύντομα. Αντίθετα, αν αυτό δεν αποτελέσει την άμεση προτεραιότητα ΝΑΤΟ και ρωσικής ηγεσίας, το «κάτι σαν πόλεμος» θα επιφέρει δραματική πολιτική αλλαγή σε ολόκληρο τον κόσμο, με τον φασισμό πλέον – με τους αποτρελαμένους μισανθρώπους του σε Ανατολή και Δύση – και τον μιλιταρισμό να αντικαθιστούν παντού το Δημοκρατικό Κράτος Ευημερίας και Δικαίου, όπως και την κουλτούρα του φιλελευθέρου σοσιαλισμού!