Η πιο ανησυχητική είδηση των τελευταίων ημερών δεν έχει σχέση με την Covid-19, αλλά με το κλίμα, και θα έπρεπε να μας τρομοκρατήσει όλους.
Την περασμένη Τετάρτη, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας έδωσε στη δημοσιότητα την προκαταρκτική του έκθεση για τη χρονιά που τελειώνει και αναφέρει ότι το 2020 θα είναι μια από τις τρεις πιο θερμές χρονιές που έχουν ποτέ καταγραφεί. Τίποτα το εντελώς απροσδόκητο μέχρι εδώ. Με δεδομένο ότι η συσσώρευση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα δεν έχει σταματήσει, δεν είναι περίεργο κάθε χρονιά να είναι πιο ζεστή από την προηγούμενη.
Αυτό που είναι περίεργο, καινούργιο και πολύ ανησυχητικό είναι ότι το 2020 σημαδεύτηκε από ένα φαινόμενο που λέγεται «Λα Νίνια» – και είναι η ψυχρή εκδοχή του διάσημου Νίνιο – και έχει ισχυρή ψυκτική επίδραση στη μέση παγκόσμια θερμοκρασία. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, το 2000 (Λα Νίνια) ήταν κατά 0,25 βαθμούς ψυχρότερο από το 1998 (Ελ Νίνιο). Δύο δεκαετίες αργότερα, αυτό το ίδιο ψυχρό κύμα δεν εμπόδισε, έστω και πρόσκαιρα, την ταχεία προέλαση της θέρμανσης. Η προειδοποίηση λοιπόν είναι σαφής: τα πράγματα είναι οριακά.
Το κοινό modus vivendi των περισσοτέρων κυβερνήσεων είναι να αγνοούν τα μηνύματα, να αφήνουν την καταστροφή να πλησιάζει, να προσπαθούν να θεραπεύουν αντί να προλαβαίνουν. Για να το καταλάβουμε, είναι αρκετό να δούμε πώς διαχειρίζονται την κρίση της Covid. Οσο έρχονται ανησυχητικά μηνύματα, δεν κάνουν τίποτα. Κι όταν το κακό που είχε προαναγγελθεί συμβεί, οι ηγέτες προσποιούνται τους έκπληκτους και παίρνουν δραστικά μέτρα.
Στις 28 Οκτωβρίου, ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε νέα καραντίνα, ισχυριζόμενος ότι όλη η Ευρώπη εξεπλάγη από την πορεία του ιού. Μια αναδρομική ματιά στους αριθμούς των εισαγωγών στα νοσοκομεία, όμως, δείχνει ότι από τα μέσα Ιουλίου η καμπύλη είχε αρχίσει να κατεβαίνει. Δέκα ημέρες αργότερα, το επιστημονικό συμβούλιο της γαλλικής προεδρίας ανακοίνωσε ότι το πιθανότερο ήταν πως το φθινόπωρο/χειμώνα θα εκδηλωνόταν ένα δεύτερο κύμα. «Οι περισσότεροι πολιτικοί δεν καταλαβαίνουν ότι σε μια τέτοια δυναμική, πρέπει να αντιδράς όταν βλέπεις τα 2 κρούσματα να γίνονται 4», λέει ένας βιοστατιστικολόγος.
Τα ριζικά μέτρα στέρησης των ελευθεριών λαμβάνονται έτσι απότομα, χωρίς να υπάρχει χρόνος για συζήτηση. Και καθώς οι αποφάσεις λαμβάνονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, είναι μοιραίο να γίνονται αδικίες, υπερβολές και καταχρήσεις. Το αποτέλεσμα είναι οργή και μια αίσθηση διάβρωσης των βασικών δημοκρατικών αξιών.
Aπό πολλές απόψεις, η διαχείριση της πανδημίας αποτελεί αντίγραφο της διαχείρισης της κλιματικής κρίσης. Η ίδια αδιαφορία απέναντι στον κίνδυνο, που αρχικά μοιάζει μακρινός: τα εδάφη στο Μπανγκλαντές που πλημμυρίζουν από την άνοδο της στάθμης των ωκεανών δεν μας έπεισαν για την πραγματικότητα του κλιματικού κινδύνου περισσότερο απ’όσο μας έπεισαν τα πτώματα στη Γιουχάν για τους κινδύνους από τη νέα ασθένεια. Η ίδια ακολουθία ψευδο-ειδικών που επηρεάζουν τη δημόσια συζήτηση, σπέρνοντας με επιτυχία την αμφιβολία: εκείνοι που καθησυχάζουν για την Covid πήραν στα τηλεοπτικά στούντιο τη σκυτάλη από τους σκεπτικιστές του κλίματος.
Κι αυτό δεν είναι όλο. Απέναντι στον νέο κορονοϊό, όπως κι απέναντι στην υπερθέρμανση της γης, οι ατομικιστικές μας κοινωνίες δεν είναι εξοπλισμένες με το πλαίσιο ανάλυσης που είναι αναγκαίο για την αντίληψη ορισμένων κινδύνων. Υποφέρουμε από μια ανικανότητα να αντιληφθούμε σε όλο τους το μέγεθος τα φαινόμενα που προκαλούν μικρά ατομικά ρίσκα, αλλά ενισχυμένους συστημικούς κινδύνους. Η πιθανότητα θανάτου από την Covid παραμένει μικρή για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, όπως και ο θάνατος από την κλιματική αλλαγή μοιάζει σε όλους κάτι απίθανο.
Όπως όμως η ασθένεια θέτει σε δοκιμασία το σύστημα της νοσηλείας, άρα μπορεί να αποσταθεροποιήσει όλη την κοινωνία, έτσι και η υπερθέρμανση της γης έχει αρχίσει να αποσταθεροποιεί την παραγωγή τροφίμων ή να οξύνει τις μεταναστεύσεις. Αλλά οι συνέπειες αυτές δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Η αναλογία ανάμεσα στη διαχείριση μιας ασθένειας και τη διαχείριση του φαινομένου του θερμοκηπίου έχει τα όριά της. Καταρχάς δεν θα υπάρξει εμβόλιο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Υστερα, δεν είναι βέβαιο ότι οι κυβερνήσεις θα πάρουν σύντομα δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Δύσκολα βλέπει κανείς όμως τι άλλο μπορεί να γίνει σε μερικές δεκαετίες.
(Πηγή: Le Monde)