Γράφει ο Αλέξανδρος Κ. Παπαναστασίου
Κάποιοι καλοί από τους Προμηθείς ( και όχι Επιμηθείς ) φίλους από την Κύπρο εδώ και καιρό προειδοποιούσαν. Το «κλειστό σύστημα συμφερόντων» στη μεγαλόνησο είχε φθάσει πλέον στα όριά του. Ένα ιδιότυπο σύστημα ευρισκόμενο σε αγαστή παλαιοκομματική συνεργασία με το κράτος, το πολιτικό σύστημα και τις συντεχνίες. Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία οι αποκαλύψεις για την αδιαφάνεια και την ανώμαλη λειτουργία ενός υπερδιογκωμένου τραπεζικού συστήματος, ύπουλου τροφοδότη μιας επίπλαστης ευμάρειας.
Άλλωστε, η έκρηξη στο Μαρί, με την άμεση συνέπεια της σοβαρής μείωσης του κυπριακού ΑΕΠ, αποτέλεσε ταυτόχρονα και μία εκκωφαντική, συμβολική προειδοποίηση για τα κατοπινά δεινά. «Των οικιών ημών εμπιμπραμένων, ημείς άδομεν». Αντί λοιπόν το τραγικό συμβάν να γίνει αφορμή αφύπνισης, πρυτάνευσε και πάλι η γνωστή συνταγή της αδράνειας. Kαι – παραδόξως – αυτή τη φορά υπό τον αμιγώς αριστερό μανδύα της απελθούσας κυβέρνησης.
Αυτή η πολιτική ακινησία, δεκαετίες τώρα, συντηρούσε και συνεχίζει να συντηρεί το αδιέξοδο και στο άλλο μεγάλο εθνικό ζήτημα, στο άλυτο Κυπριακό πρόβλημα. Το Κυπριακό εύστοχα έχει εγγραφεί ως μία ιστορία «χαμένων ευκαιριών». Και αυτό συνέβαινε συχνά στο όνομα ενός μαξιμαλισμού στόχων από κυπριακής πλευράς, με όχημα μία απλόχερη, επιφανειακά πατριωτική στάση που υποχρέωνε όμως κατόπιν σε πολύ έμπρακτες υποχωρήσεις και τετελεσμένα (reality on the ground σήμερα).
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Την περιπέτεια της αγοράς και μη εγκατάστασης τελικά του πολυδιαφημισμένου – ασύμφορου για την Κύπρο – ρωσικού πυραυλικού συστήματος S–300; Τη δαιμονοποίηση του Σχεδίου Ανάν μέσω μιας ανεπαρκούς διαπραγμάτευσης, ώστε «να καεί» στις συνειδήσεις των πολιτών παρά τις πρόνοιες για τη σταδιακή αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής; Την μετέπειτα κακή πολιτική διαχείριση του «όχι» στο δημοψήφισμα, με συνέπεια να εξασθενίσει η διεθνής αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διαπραγματευτική της θέση; Δεν υπονομεύθηκε έτσι η επιτυχημένη πολιτική του μεγάλου απόντα σήμερα και αρχιτέκτονα της κυπριακής ένταξης στην Ε.Ε., του αείμνηστου – γνήσιου πατριώτη – Γιάννου Κρανιδιώτη; Που υποστήριζε ότι η ένταξη συνέθετε και τον καταλύτη για την λύση του Κυπριακού; Υπό την προϋπόθεση ότι θα αξιοποιούνται κάθε φορά σωστά η συγκυρία (timing), οι φυσικές και τακτικές συμμαχίες, ο συσχετισμός των δυνάμεων και τα εμπλεκόμενα συμφέροντα; Γιατί στη συνέχεια «πάγωσε» αυτή η εθνικά συμφέρουσα διπλωματία των διασυνδέσεων και των ανταλλαγμάτων; Γιατί από το 2003 και μετά δεν αξιοποιήθηκε ο ευρωπαϊκός παράγοντας για λύση του Κυπριακού δεδομένου ότι η Κύπρος, αν και υπό κατοχή, εντάχθηκε στην Ε.Ε. νομικά ολόκληρη; Γιατί Ελλάδα και Κύπρος δεν ζήτησαν ανταλλάγματα προκειμένου να συναινέσουν στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – Ε.Ε. τον Οκτώβριο του 2005; Ιδιαίτερα μάλιστα σε μία περίοδο που πρυτάνευε στην Κύπρο η «σκληρή γραμμή» και η Τουρκία, αν και υποψήφιο προς ένταξη μέλος, συνέχιζε να μην αναγνωρίζει ένα ήδη κράτος – μέλος της Ε.Ε., την Κυπριακή Δημοκρατία;
Πολλές οι αντιφατικές πρακτικές και τα ερωτήματα. Παράλληλα, η εμμονή στα αγέρωχα «όχι» έχει δημιουργήσει σχολή πολιτικής σκέψης στην Κύπρο (χαρακτηριστικό τελευταίο κρούσμα η απόρριψη από την κυπριακή Βουλή της πρώτης και ευνοϊκότερης απόφασης του Eurogroup για το «κούρεμα» των καταθέσεων). Στο εθνικό ζήτημα, η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία δεν ήταν μεν η επιθυμητή για τον ελληνισμό λύση, αλλά ένας βιώσιμος και λειτουργικός – για τα αντικειμενικά δεδομένα – έντιμος συμβιβασμός υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. Τον είχαν άλλωστε αποδεχθεί τόσο ο Μακάριος όσο και ο Κυπριανού ήδη με τις Συμφωνίες Κορυφής του 1977 και 1979 αντίστοιχα. Ο συμβιβασμός αυτός απαιτεί ανάλογα αισθήματα και θέληση συνύπαρξης με τους τουρκοκύπριους. Αυτήν την κουλτούρα ομοσπονδίας απέφυγαν να καλλιεργήσουν στην κοινωνία των πολιτών ηγεσίες στενών οριζόντων.
Η σταδιακή διολίσθηση προς τη λύση της «μη λύσης» διακινδυνεύει το ενδεχόμενο της παγίωσης της διχοτόμησης. Η «ευμάρεια» ήταν το μέσον χειραγώγησης του κυπριακού λαού ώστε να καταστεί εφικτό ένα μελλοντικό «βελούδινο διαζύγιο» με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η επανένωση του νησιού φαίνεται πως δεν εξυπηρετούσε τα σχέδια αποκλειστικής οικειοποίησης ενός ανέλπιστου «πλούτου» (μελλοντικά και «ενεργειακού») από το κλειστό σύστημα συμφερόντων που ήλεγχε εξουσία και εξελίξεις. Το άλλοθι αυτής της πολιτικής ήταν η εμμονή στη διατήρηση της εθνικής καθαρότητας. Η απληστία αυτής της πολιτικής ήταν η δημιουργία του γνωστού «μοντέλου» που οδήγησε την κυπριακή οικονομία στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Καιρός πλέον να χειραφετηθούν και οι κύπριοι πολίτες από τις δικές τους αυταπάτες όπως εμείς τ’ αδέλφια τους της «μητέρας πατρίδας». Ώστε, παράλληλα με τις προσπάθειες ανάταξης της οικονομίας τους, να θέσουν σε νέες βάσεις και τις εθνικές τους προτεραιότητες με πρώτιστο καθήκον την οριστική λύση του Κυπριακού.