Γράφει η Demi Nak
Επιστρέφω σπίτι. Δύσκολη μέρα . Κούραση μεγάλη. Και η ταλαιπωρία θα συνεχιστεί..
Γιατί πρέπει να σιδερώσω τα πουκάμισα του «καλού» μου.. Βέβαια.. γιατί ο «καλός» μου έχει «σοβαρό επαγγελματικό ραντεβού».. Και ακόμη δεν έχει αποφασίσει ποιο απʼ όλα θα φορέσει.. Τα νεύρα μου..
Πρώτα το ριγέ γαλάζιο. Δεύτερο το λευκό με την κόκκινη λεπτομέρεια στο γιακά. Τι;!
Ποια σιχαμένη τον φίλησε και του άφησε και σημάδι για να το δω; Δεν ξέρω τι να κάνω..
Να του σπάσω το κεφάλι με το που μπει στο σπίτι ή να τον αφήσω πρώτα να μου δικαιολογηθεί; Τον φαντάζομαι να τριγυρνά σε φτηνά μπαράκια με τους φίλους του και να πίνει παρέα με «αιθέριες» υπάρξεις. Αηδία. Και η ώρα περνάει και ακόμη να φανεί ο «καλός» μου.
Που με έχει στο σπίτι για να του μαγειρεύω και να του σιδερώνω τα πουκάμισα για τα δήθεν επαγγελματικά του ραντεβού. Για να βγαίνει τα βράδια έξω και να μπεκροπίνει, ο Θεός ξέρει με ποια..
Να μπαίνει σε φτηνά ξενοδοχεία και να κάνει, ο Θεός ξέρει τι.. Να κυλιέται στα λερωμένα σεντόνια και στα πατώματα. Να αρπάζει το σώμα της κάθε τυχάρπαστης και να το σφίγγει παθιασμένα πάνω στο δικό του. Να της σκίζει τα ρούχα με τα χέρια και τα δόντια. Να την αρπάζει από τα μαλλιά και να τη γδέρνει με τα νύχια στο λαιμό και το στέρνο. Κι εκείνη να τον αγκαλιάζει με τα πόδια της σφιχτά πάνω του. Και ταυτόχρονα να τον φιλά στο λαιμό… Δεν αντέχω.
Και να του κάνει νάζια και χαρές. Και «Μη καλέ.. έλα τώρα.. σταμάτα..» και άλλες τέτοιες αηδίες. Και αυτός να μην πτοείται. Να τη φιλά όπως δεν φίλησε ποτέ εμένα.. Ακούω κλειδιά στην πόρτα..
Νάτος ο «καλός» μου! Με πλησιάζει με το φωτεινότερο χαμόγελο που είχε ποτέ. Ο βλάκας.. Που να ήξερε ότι ξέρω.. Και με πλησιάζει.. Βάζει το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του και βγάζει ένα μικρό, χρυσό δαχτυλίδι
Και μου λέει:
«Τις προάλλες που πήγα να δω τη μητέρα μου, μου έδωσε το δαχτυλίδι των αρραβώνων της για σένα.. Μου είπε ότι ήρθε ο καιρός να αλλάξει χέρια.. Της το είχε δώσει η μητέρα της κι εκείνης η δικιά της.. Έσκυψα και τη φίλησα κι αγκαλιαστήκαμε.. Μπορεί το κραγιόν της να είναι σε εκείνο το πουκάμισο που φορούσα τότε.. Ξέρεις πως βάφεται η μητέρα μου! Κοκέτα ως το τέλος! Λοιπόν αγάπη μου; Θες να με παντρευτείς;».
Κάγκελο εγώ.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, μερικές φορές δεν είναι αυτό που νομίζουμε. Είναι πολύ χειρότερο!