Γράφει ο Γιάννης Κουτρουμπής
Παλιές μνήμες φαίνεται να ξύπνησε ο υπουργός Άμυνας της Βουλγαρίας Κραζιμίρ Καρακατσανόφ, με την απόφαση του να στήσει εκ νέου το παλαιότερο μνημείο της Βουλγαρίας, το οποίο αναβιώνει τις μνήμες της «Μεγάλης Βουλγαρίας». Όμως τι συμβολίζει το συγκεκριμένο άγαλμα και γιατί προκάλεσε διπλωματική κρίση μεταξύ της Βουλγαρίας και των γειτονικών χωρών.
Ο λόγος για το «Λέοντα του Αγίου Στεφάνου», που τοποθετήθηκε εκ νέου μπροστά από το Εθνικό Παλάτι Πολιτισμού στο κέντρο της Σόφιας, το οποίο βρισκόταν και πριν το 1977 στην ίδια θέση αλλά είχε αποσυρθεί από το κομμουνιστικό καθεστώς της εποχής.
Το μνημείο που ανέσυρε ο υπουργός Άμυνας της Βουλγαρίας και ηγέτης του βουλγαρικού εθνικιστικού κόμματος VMRΟ, από το χρονοντούλαπο της ιστορίας, αποτελείται από ένα χάλκινο λιοντάρι, που με το αριστερό του πόδι κρατάει ασπίδα πάνω στην οποία υπάρχει χαραγμένος χάρτης που εικονίζει την Βουλγαρία στα όρια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που συμπεριλαμβάνει εδάφη της Ελλάδας, της Σερβίας, της πΓΔΜ, της Ρουμανίας και της Αλβανίας.
Η τελευταία πρωτοβουλία του Καρακατσανόφ, να στήσει εκ νέου παλαιότερο μνημείο που παραπέμπει στη «Μεγάλη Βουλγαρία» της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), διχάζει τη βουλγαρική κυβέρνηση και προκαλεί αντιδράσεις στις γειτονικές χώρες.
Το διπλωματικό επεισόδιο
Σίγουρα και μόνο το γεγονός της τοποθέτησης του συγκεκριμένου αγάλματος με τον βαρύ συμβολισμό που κομίζει είναι από μόνο του αρκετό για να προκληθεί διπλωματική κρίση ανάμεσα στα δύο κράτη. Βέβαια, τα Σόφια αναμένεται να αναλάβουν και την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ το επόμενο εξάμηνο με αυτό να περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Πολύ ενδιαφέροντα συμβολισμό, επίσης, έχει και ο χώρος, στον οποίο τοποθετήθηκε ο λέων: Στο πάρκο, μπροστά από το Εθνικό Μέγαρο Πολιτισμού, όπου θα διεξάγονται οι συναντήσεις κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής προεδρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ.
Όπως ήταν εύλογο λοιπόν το Υπουργείο Εξωτερικών, όταν πληροφορήθηκε για το ζήτημα, ζήτησε προφορικές εξηγήσεις για το προκλητικό μνημείο, ενώ η Υπουργός Εξωτερικών της Βουλγαρίας, υποβάθμισε το ζήτημα ξεκαθαρίζοντας κατηγορηματικά πως δεν τίθεται ζήτημα αξιώσεων της Βουλγαρίας σε εδάφη γειτονικών κρατών, τονίζοντας πως η Ελλάδα θεωρείται «στρατηγικός εταίρος».
Συγκεκριμένα, η επικεφαλής της βουλγαρικής διπλωματίας ανέφερε ότι: «Η Ελλάδα αποτελεί στρατηγικά σημαντικό εταίρο μας και δεν πιστεύω πως το μνημείο αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει την κοινή μας σχέση. Επιπλέον, αυτό το μνημείο αυτό βρισκόταν εδώ και πολλά χρόνια μπροστά στο Μουσείο Στρατιωτικής Ιστορίας και απλά τοποθετήθηκε εκ νέου στην παλαιά του θέση. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αξίωση της Βουλγαρίας για αλλαγή εδαφικών ορίων στα Βαλκάνια».
Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου της Κωνσταντινούπολης υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878 στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το όνομά της, από τους πληρεξούσιους των Αυτοκρατόρων, του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ και του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, πρέσβη Νικολάι Ιγνάτιεφ και Αλεξάντερ Νελίντοφ εκ μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και Υπουργό Εξωτερικών Σαφβέτ Πασά και Πρέσβη στη Γερμανία Σαντουλάχ Μπέη εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο της Συνθήκης η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της εδαφών, υπέρ κυρίως της Βουλγαρίας που ανακηρυσσόταν μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία. Η «Μεγάλη Βουλγαρία» ήταν συνολικής έκτασης 163.000 τετρ χλμ. περιλαμβάνοντας την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, κατά Β.-Ν, και από Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό, κατά Α.-Δ., δηλαδή, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης, τη μετέπειτα Ελληνική Μακεδονία ),πλην Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και Κοζάνης, ολόκληρη τη σημερινή πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα, μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας (όπως η Κορυτσά).
Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανέτρεπε πλήρως την ισορροπία δυνάμεων που είχε επιβληθεί στην Ανατολή κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων.
Ένα μήνα μετά την υπογραφή της συνθήκης επί κυβερνήσεως Β. Ντισραέλι, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών Λόρδος Ρόμπερτ Σέσιλ, Μαρκήσιος Σόλσμπερυ, (που μόλις είχε αντικαταστήσει τον Δέρβυ), στις 1 Απριλίου του 1878 απευθύνει εγκύκλιο προς τις άλλες Δυνάμεις επικρίνοντας με δριμύτητα την Συνθήκη αυτή, ιδιαίτερα με το επιχείρημα ότι προσαρτώνται στο νέο βουλγαρικό κράτος χώρες κατοικούμενες από Έλληνες και ότι οι μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται να εισαχθούν στις άλλες επαρχίες (Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη) θα υπόκεινται στο ρωσικό έλεγχο.
Εκτός όμως του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών και άλλοι εξέχοντες πολιτικοί, ιστορικοί και διπλωμάτες κατήγγειλαν την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Συνέπεια αυτών ήταν ν΄ ακολουθήσει η Αγγλορωσική Συμφωνία Λονδίνου (1878) με την οποία αποφασίζεται η τροποποίηση της συνθήκης, ενώ και υπό την πίεση της Αυστρίας, η Ρωσία δέχθηκε τελικά αφενός τον χαρακτηρισμό της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ως “μη τελεσίδικη”, αλλά ως “συνθήκη προκαταρκτικών όρων ειρήνης» και αφετέρου τη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878) για την τελική απόφαση.
Βουλγαρικό «καπέλο» στην εκκλησία της ΠΓΔΜ
Πέρα από την κρίση που δημιουργήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, υπήρξε και άλλη μία κίνηση της Βουλγαρίας για την υποστήριξη της ΠΓΔΜ που πέρα από το Ευρωπαϊκό επεκτείνεται και στο εκκλησιαστικό κομμάτι, πράγμα για το οποίο ο Ζάεφ επικρίθηκε από τον υπουργό άμυνας Καρακατσάνοφ, ο οποίος εξέφρασε δημοσίως την ένσταση του.
Όπως έγινε γνωστό, η Ιερά Σύνοδος της Βουλγαρικής Εκκλησίας αποφάσισε να αποδεχθεί το αίτημα της Σχισματικής Εκκλησίας της ΠΓΔΜ, να υπαχθεί ουσιαστικά στο Βουλγαρικό Πατριαρχείο, προκειμένου να βγει από την απομόνωση στην οποία έχει τεθεί μετά την απόσχιση από το Πατριαρχείο της Σερβίας. Όμως, λόγω και των ισορροπιών στο εσωτερικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της κανονικότητας που ισχύει, δεν αναγνωρίσθηκε το Αυτοκέφαλο της σκοπιανής Εκκλησίας.
Υπενθυμίζεται, ότι η Εκκλησία της ΠΓΔΜ δεν αναγνωρίζεται από τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες καθώς θεωρείται σχισματική, μια και αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκέφαλη, παρά την αντίθεση της Σερβικής Εκκλησίας στην οποία ανήκε μέχρι το 1967. Η Σερβική Εκκλησία θεωρεί την κήρυξη αυτοκέφαλου αντικανονική κατά παράβαση της εκκλησιαστικής νομιμότητας η οποία επιβλήθηκε για πολιτικούς λόγους από το κομμουνιστικό καθεστώς.