Του Νίκου Νυφούδη*
Κλέβω τον τίτλο από το ντοκιμαντέρ της Theopi Skarlatos “Love in the time of crisis”, η οποία περιγράφει πολύ χαρακτηριστικά την Ελλάδα της κρίσης και τις συνέπειές της στις ανθρώπινες σχέσεις.
Είναι άραγε η Μεγάλη Βρετανία η κατάλληλη χώρα για να πουλήσει πνεύμα στη φτωχή Ελλάδα, όταν την ίδια στιγμή προφυλάσσει τα σύνορά της με τόσο πάθος, ενώ στον ευρωπαϊκό νότο θαλασσοδερνόμαστε κάθε τόσο με την ανθρωπιστική κρίση των εισερχόμενων μεταναστών, εκτός της ήδη κατεστραμμένης εσωτερικής ΔΝΤ-κατάστασης; Ιδού η απορία, επίσης.
Αγαπώ το Λονδίνο. Ο κοσμοπολιτισμός του και η αίσθηση πως μπορείς να πετύχεις ό,τι σου έρθει στο μυαλό, μου ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη. 9 εκατομμύρια κάτοικοι, 10 εκατομμύρια ταξιδιώτες ημερησίως. Μία πόλη, ένας πλανήτης. Έχω συνδέσει τη ζωή μου μ’αυτή την πόλη από το 2002. Χρονιά όχι και τόσο παραγωγική. Η πτώση των Δίδυμων Πύργων το 2001 και η κρίση στο τραπεζικό σύστημα που ακολούθησε δεν άφησε ανεπηρέαστη τη Γηραιά Αλβιώνα. Το City είναι τόσο συνδεδεμένο με την Αμερική, και τον τρόπο που κάνουν εκεί business, που δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο. Καμία αμερικανιά δεν αφήνει τη Μεγάλη Βρετανία αδιάφορη.
Για αρκετά χρόνια, με τον Tony Blair στο τιμόνι, η Οικονομία έστρωσε (ως φούσκα φυσικά), τα ακίνητα ανέβαιναν, ώσπου μία ακόμη τραπεζική κρίση εμφανίστηκε το Σεπτέμβρη του 2007, όταν η Northern Rock χτύπησε στα βράχια. Ο Blair είχε προλάβει ήδη να την κάνει και η βόμβα έσκασε στα χέρια του Gordon Brown. Ο Brown είναι μια περίπτωση αντίστοιχη του δικού μας Ευάγγελου Βενιζέλου. Όταν κατάφερε να γίνει Πρόεδρος των Εργατικών, οι Εργατικοί δεν υπήρχαν πια. Τουλάχιστον εκείνος κατάφερε για την Ιστορία και έγινε Πρωθυπουργός, ενώ του δικού μας η Ιστορία δεν προβλέπεται να του κάνει τη χάρη…
Ο ρόλος της ελληνικής κοινότητας στο Λονδίνο δεν ήταν ποτέ αδιάφορος. Η χώρα πήγαινε πάντα καλά έξω. Πόσο καλά, όμως; Τελικά ποιοι ήταν οι έξω και ποιοι οι μέσα; Για κάποιο λόγο, το Λονδίνο ασκούσε παραδοσιακά μια ατελείωτη γοητεία στον Ελληνισμό. Από τον Παλαμά και τον Σεφέρη μέχρι τον Ωνάση, ήταν πολλοί οι σπουδαίοι Έλληνες που γοητεύτηκαν από την πρωτεύουσα της Γηραιάς Αλβιώνας.
Ποια είναι λοιπόν η δύναμη των πανίσχυρων Ελλήνων του Λονδίνου και πώς αξιολογείται; Πόσα ακίνητα, εντέλει, ανήκουν σε ελληνικά χέρια ή σε εταιρείες ελληνικών συμφερόντων; Πώς διακινήθηκαν αυτά τα κεφάλαια και με πόση ευκολία οι βρετανικές τράπεζες λειτούργησαν ως courier χρημάτων, αντί να ελέγχουν την προέλευσή τους; Δεν είναι πολύ μακρινό το παράδειγμα της HSBC, στην οποία υπεβλήθη πρόστιμο $ 1,9 εκατ. από την αμερικανική Γερουσία, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος – ματωμένα ναρκοδολλάρια από το Μεξικό.
Στην περίπτωσή μας, το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι αν το Λονδίνο βοήθησε την Ελλάδα ή αν αποτέλεσε τελικά το Δούρειο Ίππο για τη φυγή εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τις ελληνικές Τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό πως το καλοκαίρι του 2011, οι μεσίτες ανέφεραν πως η κρίση στην Ελλάδα αύξησε τις τιμές στα βρετανικά ακίνητα κατά 1%. “Greeks are praised by the Landlords”, οι Έλληνες δοξάζονται από τους ιδιοκτήτες ακινήτων, μου έλεγε ο συμφοιτητής μου που δούλευε χρόνια στον κλάδο.
Κορύφωση της λονδρέζικης εμπειρίας μου και της αιμορραγίας καταθέσεων στο τόσο όμορφο, σαν στούντιο του Χόλιγουντ, Λονδίνο ήταν όταν πέρυσι το καλοκαίρι έψαχνα να βρω σπίτι, για να νοικιάσω. Μπήκα τυχαία σε μια από τις πιο γνωστές ιντερνετικές εταιρείες αναζήτησης στέγης και άρχισα τα τηλέφωνα. Στα πρώτα δέκα σταμάτησα. Κάθισα στο τραπέζι, άνοιξα ένα μπουκάλι Μαλαγουζιά, και φώναξα τον φίλο μου τον Άνθιμο. “Άνθιμε, κάτσε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί. Τι έγινε; μου αποκρίθηκε. Μας ζορίζουν τα νούμερα, πρέπει να κόψουμε προσωπικό. Εμένα μου λες, του απαντώ. Είναι εθνικό το πρόβλημα…”
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε. Έπειτα από αυτό, συζητούσαμε την αποφάσή μου να ασχοληθώ ακόμα πιο ενεργά με τον πολιτικό ακτιβισμό. Πρέπει να καταλάβει ο Έλληνας ότι αυτό που κάνει είναι καταστροφικό. Παράγει στην Ελλάδα και αποθηκεύει κάπου αλλού, κάπου που θεωρεί ότι είναι πιο ασφαλές.
Πρέπει, επιτέλους, να κάνουμε αυτό που κάνει ο Κύπριος. Παράγει στην Αγγλία, αλλά ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων του τα έχει στη μαρτυρική νήσο. Γιατί τον πονάει τον τόπο του ο Κύπριος, ακόμα κι αυτός της δεύτερης γενιάς. Διότι χωρίς τη μαμά πατρίδα, δεν υπάρχει γυρισμός. Και το καράβι πρέπει πάντα κάπου να επιστρέφει. Και κανείς δεν θέλει να επιστρέφει σε καμμένη γη.
Στα τηλεφωνήματα που έκανα για το σπίτι, 8 στα 10 σπίτια που τυχαία τηλεφώνησα, από την τυχαία σελίδα που βρήκα τυχαία στο Διαδίκτυο, μου απάντησαν τυχαία Έλληνες. Τυχαίοι Έλληνες που με το ζόρι ήταν 35 χρόνων. Έλληνες που έμεναν στο Λονδίνο και είχαν και δεύτερο σπίτι για να νοικιάσουν. Νεοέλληνες. Φτωχή μου Ελλαδίτσα, δεν ξέρω αν σου το είπαν, αλλά λεφτά υπάρχουν, και μακάριος αυτός που θα βρει το νήμα τους…
*Ο Νίκος Νυφούδης είναι οικονομολόγος και δημιουργός του The Life Goddess στο Λονδίνο. Ασχολείται ενεργά με την πολιτική και με το Ποτάμι.