Με την πρώτη παρουσίαση της όπερας «Το λυκόφως των χρεών», η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) εγκαινιάζει την επίσημη λειτουργία της στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Πρόκειται για μια ριζική διασκευή του «Λυκόφωτος των θεών» του Ρίχαρντ Βάγκνερ, σε μουσική μεταγραφή του Χαράλαμπου Γωγιού, λιμπρέτο του Δημήτρη Δημόπουλου και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη.
Το «λυκόφως των χρεών» αποτελεί την πρώτη παράφραση κλασικού λυρικού έργου που ανεβαίνει από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, είδος που φιλοδοξεί να αποτελέσει έναν από τους κύριους άξονες του προγραμματισμού της και θα παρουσιαστεί σε δύο κύκλους. Ο πρώτος ξεκίνησε χθες (6 Οκτωβρίου) και θα συνεχιστεί για τέσσερις παραστάσεις (8, 10, 12, 14/10) και ο δεύτερος θα πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2018 για ακόμα επτά παραστάσεις (5, 7, 10, 12, 14, 17, 19/1).
«Δεν χρειάζεται κάποιος να ξέρει τον Βάγκνερ για να έρθει και να δει την παράσταση και να καταλάβει τι θέλει να πει», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Δημόπουλος που επιμελήθηκε τη συγγραφή του λιμπρέτου. «Αν ξέρει και τον Βάγκνερ θα πάρει ένα επίπεδο ανάγνωσης παραπάνω. Όμως, δεν είναι ένα δύσκολο έργο στην πρόσληψή του. Πρόκειται για μία παράφραση, η οποία έχει έναν επιθεωρησιακό χαρακτήρα ως προς το γεγονός ότι μιλάει για μία σύγχρονη πραγματικότητα μέσα από μυθολογικά στοιχεία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία όπερα του χθες για το σήμερα».
Η παράσταση αφηγείται την ιστορία του προδομένου Έλληνα ψηφοφόρου, τον μύθο του χρέους και τη σύγχυση του νεοκλασικού φαντασιακού με τη νεοελληνική πραγματικότητα. Οι δημιουργοί του έργου δανείζονται από τον μύθο του Βάγκνερ την πτώση της Βαλχάλλας, της κατοικίας των θεών, και στη θέση της τοποθετούν τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, διαχρονικό σύμβολο του ελληνικού αλλά και του δυτικού πολιτισμού. «Όπως ένας θεατρικός σκηνοθέτης μπορεί να πάρει σαν βάση ένα κλασσικό έργο, έναν Σαίξπηρ, έναν Μολιέρο και να εμπνευστεί από αυτό, κάτι το οποίο συνηθίζεται στο θέατρο, έτσι και εμείς θέλουμε να δείξουμε ότι μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και στην όπερα: να χρησιμοποιήσουμε, δηλαδή, προϋπάρχον υλικό για να πούμε τη δική μας ιστορία» επισημαίνει ο Δημ. Δημόπουλος.
Στην παράσταση, η Ελληνίδα Βρουνχίλδη, ελληνικό αντίστοιχο της Βαλκυρίας, κόρης του αρχηγού των θεών στο έργο του Βάγκνερ, προσφέρει με την ψήφο της το δαχτυλίδι της διαδοχής στον δικό της ήρωα, τον Σωτήρη, ελληνικό αντίστοιχο του Ζήγκφριντ, ελπίζοντας πως αυτός δεν θα την προδώσει σαν τους προκατόχους του και θα καταφέρει να σπάσει τον αέναο κύκλο του χρέους που τους βασανίζει.
«Η Βρουνχίλδη είναι το σύμβολο του Έλληνα ψηφοφόρου, ο Σωτήρης είναι ο αιώνιος ήρωας που ψηφίζεται από τον Έλληνα ψηφοφόρο και δίπλα τους βλέπουμε δύο υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, τον Μέρτεν- ο οποίος συμβολίζει τον αιώνιο κακό και τον Μέτερνιχ. ‘Αλλα πρόσωπα του έργου είναι ο Πρώτος Γέρος του Ελληνισμού, τρεις Μελίνες Μερκούρη και τρεις Σουλιώτισσες. Συνεπώς, έχουμε μία περίεργη ανάμειξη πραγματικών ιστορικών προσώπων, τα οποία μπλέκονται με πρόσωπα που εκπροσωπούν έννοιες, όπως ο Εκσυγχρονισμός και η Λογική, αλλά και με πρόσωπα, τα οποία είναι φανταστικοί ήρωες. Δημιουργείται δηλαδή, μια νέα μυθολογία που πατάει λίγο στην πραγματικότητα, λίγο στο φαντασιακό και είναι ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος του «Λυκόφωτος των χρεών», ο οποίος πηγάζει από το έργο του Βάγκνερ, αλλά έχει δημιουργήσει τη δική του μυθολογία» εξηγεί ο Δημ. Δημόπουλος.
Στο έργο, τα μουσικά μοτίβα του πρωτότυπου, τα περίφημα «λαϊτμοτίβ» του Βάγκνερ, αντικαθίστανται από πασίγνωστα ελληνικά μουσικά θέματα, όπως ο Εθνικός Ύμνος και το παιδικό τραγούδι «Πού ‘ν’ το, πού ‘ν’ το, το δαχτυλίδι», δημιουργώντας ένα παλίμψηστο όπου η βαγκνερική δραματουργία συνδιαλέγεται άμεσα με τον συγκινησιακό κόσμο του Έλληνα ακροατή. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Λυκόφως των χρεών είναι ένας Βάγκνερ για τους Έλληνες. Γιατί και θεματολογικά το έργο έχει να κάνει με τη νεοελληνικό φαντασιακό, αλλά κυρίως επειδή έχει γίνει αυτή η αντικατάσταση των μουσικών «λαϊτμοτίβ» του Βάγκνερ με κάποια μουσικά θέματα, τα οποία είναι γνωστά μόνο στο ελληνικό κοινό. Οπότε θεωρώ ότι είναι ένα έργο που απευθύνεται διπλά στους Έλληνες, καθώς και για τους Έλληνες μιλάει αλλά και από τους Έλληνες μπορεί να κατανοηθεί».
Το πεντάωρης διάρκειας πρωτότυπο έργο μειώθηκε κατά τα δύο τρίτα σε διάρκεια και μεταφέρθηκε σε διαστάσεις δωματίου, με έντεκα τραγουδιστές και ένα εννεαμελές ενόργανο σύνολο στη θέση της ογκώδους βαγκνερικής ορχήστρας.
Πέραν, όμως, της μείωση του αρχικού όγκου του έργου, η παράσταση προτείνει έναν καθ’ ημάς Βάγκνερ με ένα νέο λιμπρέτο στα ελληνικά, μετατρέποντας το – ούτως ή άλλως πλήρες πολιτικού στοχασμού – πρωτότυπο σε ένα εκρηκτικό πολιτικό μελόδραμα το οποίο έρχεται αντιμέτωπο με ερωτήματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής πραγματικότητας, όπως ακριβώς έκανε και ο Βάγκνερ στη δική του, ταραγμένη, εποχή.
«Με όλα αυτά που συμβαίνουν στην Καταλονία, σκέφτομαι έναν στίχο μέσα στο έργο όπου ο Δρ. Μέρτεν μιλάει για τον Σωτήρη και την Ελλάδα ότι σκέφτονται να απομακρυνθούν από την Ευρώπη και ο Εκσυγχρονισμός, έντρομος απαντά: “Τι; Συζητιέται και αυτό;”. Οπότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτή τη συγκυρία το έργο μπορεί να θίγει και τις αποσχιστικές τάσεις κάποιων πληθυσμών, αλλά και ερωτήματα όπως ποιον εξυπηρετεί η οικονομία. Σύγχρονα ζητήματα, ιδωμένα μέσα από ένα μυθολογικό πρίσμα» αναφέρει ο Δημ. Δημόπουλος.
Στη διαφορετική αυτή ανάγνωση του αριστουργήματος του Βάγκνερ συμμετέχει ένα καστ ακμαίων πρωταγωνιστών της ΕΛΣ: Τζούλια Σουγλάκου, Δημήτρης Πακσόγλου, Τάσος Αποστόλου, Πέτρος Μαγουλάς, Γιάννης Γιαννίσης, Μυρτώ Μποκολίνη, Φωτεινή Κωστοπούλου, Ειρήνη Καράγιαννη κ.α.