Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσω να παρουσιάσω συνοπτικά μια σειρά ζητημάτων, φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους, επιχειρώντας να αποκαλύψω την ουσιαστική τους σχέση αλλά και τις σημαντικές τους συνέπειες.
Στο πρώτο μέρος θα αναλύσω δύο μορφές πολιτεύματος, την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και την Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία –για την οποία πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό– παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά τους ώστε να γίνουν σαφείς οι διαφορές τους.
Στο δεύτερο μέρος, θα επιχειρήσω να αναλύσω τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος αναπτύσσοντας τόσο την διάσταση της αναθεωρητικής λειτουργίας όσο και αυτή της συντακτικής εξουσίας αποσκοπώντας στο να καταστήσω σαφές το διαφορετικό αποτέλεσμα των δύο διαδικασιών αλλά και τις διαφορετικές έννομες συνέπειες του παραγόμενουαποτελέσματός τους.
Στο τρίτο μέρος, θα παρουσιάσω συνοπτικά τις βασικές προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος όπως αυτές διατυπώθηκαν από τον Πρωθυπουργό της Χώρας, Αντώνη Σαμαρά, δίνοντας έμφαση στα σημεία εκείνα που αφορούν τη λειτουργία του πολιτεύματος. Επικεντρώνω την προσοχή μου στις θέσεις του διότι ως Πρόεδρος της Κυβέρνησης και με δεδομένη τη δημόσια δηλωμένη πρόθεσή του η επόμενη Βουλή να είναι αναθεωρητική, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά και την σχετική –ενδέχεται και αυτή των τριών πέμπτων– πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του άρθρου, θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω την θέση ότι ο πραγματικός στόχος της αναθεώρησης που προωθεί η δικομματική Κυβέρνηση είναι η παραγωγή νέου Συντάγματος αλλοιώνοντας την μορφή του πολιτεύματος και αυτό διότι ο δρόμος προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, που στην ουσία είναι γερμανική ομοσπονδοποίηση, προϋποθέτει –σε ό,τι αφορά στην Χώρα μας– την μετατροπή του πολιτεύματος της Ελλάδας από Προεδρευόμενη σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Α΄ Μέρος
Α. Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Το Σύνταγμα της Ελλάδας, στο πρώτο τμήμα του με γενικό τίτλο «Μορφή του πολιτεύματος» αναφέρει στο άρθρο 1, παρ. 1 ότι «Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία».
Προεδρευόμενη σημαίνει ότι αρχηγός του Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του οποίου η εκλογή δεν είναι κληρονομική αλλά είναι αιρετός ενώ οι αρμοδιότητές του στην πολιτική ζωή είναι περιορισμένες.
Κοινοβουλευτική σημαίνει ότι το Εθνικό Κοινοβούλιο εκλέγεται από το Λαό μέσα από δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες και εκλέγει την Κυβέρνηση.
Δημοκρατία σημαίνει ότι ο Λαός έχει τον κυρίαρχο ρόλο και όλες οι εξουσίες πηγάζουν από αυτόν.
Ως Κυβέρνηση, τέλος, ορίζουμε το ανώτατο συλλογικό όργανο σε ένα Κράτος, το οποίο ασκεί την διοίκηση και αποτελείται από τον Πρωθυπουργό και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στην Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ο Λαός επιλέγει μέσω των εκλογών τους/τις Βουλευτές του κόμματος της προτίμησής του, που θα τον εκπροσωπήσουν-αντιπροσωπεύσουν στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Το δημοκρατικά εκλεγμένο Κοινοβούλιο, ανάλογα με τον συσχετισμό δυνάμεων, δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση που σχηματίζει το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές –στην περίπτωση που το πρώτο κόμμα κατάκτησε αυτοδυναμία– και ο αρχηγός του ορίζεται Πρόεδρος της Κυβέρνησης. Στην περίπτωση που ένα κόμμα δεν επιτυγχάνει αυτοδυναμία τότε η συνεργασία περισσότερων του ενός κομμάτων είναι αυτή που εξασφαλίζει την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, διαφορετικά προκηρύσσονται εκλογές.
Όλα τα παραπάνω προσδιορίζονται από μια σειρά νόμων που είναι σύμφωνοι με το άρθρο 1 του Συντάγματος που ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, ανεξάρτητα αν τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι φωνές –φωνές έγκριτων νομικών και συνταγματολόγων καθώς και απλών πολιτών– που υποστηρίζουν ότι έχουμε έλλειμμα δημοκρατίας και συστηματική παραβίαση των διατάξεων του Συντάγματος.
Β. Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Ένα άλλο είδος κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι η Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Σε αυτή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον Λαό, έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες και δεν είναι μόνο Αρχηγός του Κράτους αλλά και Πρόεδρος της Κυβέρνησης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη πρωθυπουργού.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της μορφής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι ότι το κοινοβούλιο –που και σε αυτό το πολίτευμα ασκεί τη νομοθετική λειτουργία– δεν μπορεί να ανατρέψει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χωρίς φυσικά να αποκλείεται το αντίθετο.
Πρόσφατο είναι το παράδειγμα του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος ασκώντας το δικαίωμα που του παρέχεται εκ της θέσεώς του, απαίτησε την παραίτηση σύσσωμης της Γαλλικής Κυβέρνησης συμπεριλαμβανομένου και του Πρωθυπουργού της Γαλλίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ιστορικό γεγονός ότι Προεδρική Δημοκρατία είχε η Ελλάδα μόλις για δύο μήνες όταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος, στην προσπάθεια φιλελευθεροποίησης του φασιστικού καθεστώτος που είχε επιβάλλει, κατήργησε τη βασιλεία.
Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται επιγραμματικά τα χαρακτηριστικά των δύο πολιτευμάτων:
Προεδρευόμενη
Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Προεδρική
Κοινοβουλευτική Δημοκρατία
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) είναι αρχηγός του Κράτους.
Ο ΠτΔ είναι αιρετός και εκλέγεται από το Κοινοβούλιο.
Ο ΠτΔ δεν έχει ουσιαστικές πολιτικές εξουσίες.
Το κοινοβούλιο εκλέγει την Κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός είναι πρόεδρος της Κυβέρνησης.
Το κοινοβούλιο νομοθετεί.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ΠτΔ) είναι αρχηγός του Κράτους αλλά και της Κυβέρνησης.
Ο ΠτΔ είναι αιρετός και εκλέγεται άμεσα από το Λαό.
Ο ΠτΔ έχει ουσιαστικές πολιτικές εξουσίες.
Ο ΠτΔ διορίζει την Κυβέρνηση.
Ο ΠτΔ μπορεί να «παραιτήσει» την Κυβέρνηση.
Το κοινοβούλιο νομοθετεί.
Β΄ Μέρος
Γ. Αναθεώρηση του Συντάγματος
Ως αναθεώρηση νοείται η διαδικασία που θεσπίζεται από το Σύνταγμα και αποβλέπει στην τροποποίηση, την αντικατάσταση, την ερμηνεία, την κατάργηση ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων ή την προσθήκη νέων.
Το Σύνταγμα της Ελλάδας με το άρθρο 110 προσδιορίζει την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί προκείμενου για την αναθεώρησή του.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του εν λόγω άρθρου «οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση» ενώ η ανάγκη της αναθεώρησής του σύμφωνα με την παρ. 2 «διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής».
Από την ανάλυση του άρθρου 110 προκύπτει ότι το ισχύον Σύνταγμα είναι απολύτως αυστηρό ως προς τις θεμελιώδεις διατάξεις του αλλά σχετικώς αυστηρό ως προς τις υπόλοιπες αφού η αναθεώρησή τους επιτρέπεται από ειδικό όργανο (την αναθεωρητική Βουλή) και με ειδική διαδικασία.
Η σχετική αυστηρότητα του Συντάγματος, αποδεικνύεται με τις παραγράφους 2, 3, 4 & 5 του άρθρου 110 στις οποίες προσδιορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί προκείμενου να τροποποιηθούν, αντικατασταθούν, ερμηνευτούν, καταργηθούν ή προστεθούν νέες διατάξεις. Συγκεκριμένα:
«2. H ανάγκη της αναθεώρησης του Συντάγματος διαπιστώνεται με απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται, ύστερα από πρόταση πενήντα τουλάχιστον βουλευτών, με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους έναν τουλάχιστον μήνα. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται ειδικά οι διατάξεις που πρέπει να αναθεωρηθούν.
3. Αφού η αναθεώρηση αποφασιστεί από τη Βουλή, η επόμενη Βουλή, κατά την πρώτη σύνοδό της, αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις.
4. Αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος έλαβε την πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι όμως και την πλειοψηφία των τριών πέμπτων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επόμενη Βουλή κατά την πρώτη σύνοδό της μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της.
5. Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μέσα σε δέκα ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη Βουλή και τίθεται σε ισχύ με ειδικό ψήφισμά της.
6. Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του Συντάγματος πριν περάσει πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης.»
Η απόλυτη αυστηρότητα του Συντάγματος, αποδεικνύεται με την παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου, στην οποία προσδιορίζεται ότι δεν μπορεί να υποστεί αναθεώρηση, τροποποίηση, συμπλήρωση, κατάργηση ή αντικατάσταση η μορφή του πολιτεύματος και το σύμπλεγμα των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που το ίδιο θεσπίζει. Συγκεκριμένα:
«1. Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26.»
Δ. Παραγωγή Νέου Συντάγματος
Η παραγωγή Νέου Συντάγματος είναι αποτέλεσμα της Συντακτικής Εξουσίας και όχι της Αναθεωρητικής.
Ο Βενιζέλος ορίζει τη Συντακτική Εξουσία ως την κρατική εξουσία όταν αυτή θέτει συνταγματικούς κανόνες με αυξημένη νομική ισχύ, όταν δηλαδή θεσπίζει Σύνταγμα ενώ ο Μανιτάκης ως τη δύναμη που είναι σε θέση να εγκαθιδρύσει ή να μεταβάλει πολιτεύματα.
Η Συντακτική Εξουσία μπορεί να είναι «πρωτογενής» ή «δευτερογενής». Πρωτογενής ονομάζεται όταν είναι νομικά αδέσμευτη και απεριόριστη, χωρίς να υπακούει σε προγενέστερους νομικούς κανόνες που να την περιορίζουν ενώ δευτερογενής όταν ταυτίζεται με την αναθεωρητική λειτουργία όπως παρουσιάστηκε προηγούμενα.
Αποτέλεσμα της Συντακτικής Εξουσίας είναι η παραγωγή Νέου Συντάγματος με το οποίο εξασφαλίζεται η ασυνέχεια του Κράτους –με ό,τι αυτό συνεπάγεται– αφού διακόπτεται η ομαλή συνέχεια της προϋπάρχουσας έννομης τάξης και εγκαθιδρύεται «μια νέα οργανωμένη πολιτική οντότητα σε μια γεωγραφική περιοχή αντιπροσωπεύοντας ένα πληθυσμό», ένα νέο, δηλαδή, Κράτος.
Κάτω όμως από ποιες συνθήκες θα μπορούσε να υπάρξει Νέο Σύνταγμα; Ποιες ενέργειες, δηλαδή, θα μπορούσαν να το προκαλέσουν;
Πολιτειακές ενέργειες που έρχονται σε ρήξη με την καθεστηκυία έννομη τάξη και επιζητούν τη νομιμοποίησή τους είναι το πραξικόπημα (ενέργειες κρατικών οργάνων, πχ αστυνομίας, στρατού, που σφετερίζονται συνταγματικές εξουσίες και καταλύοντας με τη βία την ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα καταλαμβάνουν την πολιτική εξουσία) και η επανάσταση (βίαιη πολιτειακή μεταβολή που στηρίζεται στη λαϊκή κινητοποίηση και συμμετοχή και αποσκοπεί στην ανατροπή του ισχύοντος πολιτεύματος και στην εγκαθίδρυση ενός ριζικά νέου).
Γ΄ Μέρος
Ε. Οι προτάσεις της ΝΔ για την συνταγματική αναθεώρηση
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Αντ. Σαμαράς, στην ομιλία του στις 7 Μάη 2014 κατά την οποία παρουσίασε τα 31 σημεία–προτάσεις του κόμματός του για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ανέφερε «…χρειαζόμαστε, φίλες και φίλοι, ένα καινούργιο Σύνταγμα. Ένα νέο Καταστατικό Χάρτη της Χώρας. Γιατί, το σημερινό Σύνταγμα έχει κλείσει τον κύκλο του.»
Στόχος της Κυβέρνησής του, επισήμανε, είναι «στις 3 Σεπτεμβρίου να ξεκινήσει και επίσημα η συνταγματική διαδικασία, ώστε η επόμενη Βουλή να είναι Αναθεωρητική».
Ιδιαίτερη αξία, για το παρόν άρθρο, μεταξύ των όσων παρουσίασε ως προτεραιότητες ενόψει της συνταγματικής αναθεώρησης, έχουν οι προτάσεις του για:
α.«την ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και την άμεση εκλογή του από τους Έλληνες πολίτες.» (1ο σημείο στην ομιλία του)
β.«ισχυρές εγγυήσεις για εξάντληση της διάρκειας της κοινοβουλευτικής περιόδου, για εξάντληση της τετραετίας.» (2ο σημείο στην ομιλία του)
γ.«μια ευέλικτη Κυβέρνηση, μικρή, με θεσμοθέτηση τριών Μόνιμων Υπηρεσιακών Υφυπουργών – Εξωτερικών, Άμυνας και επί του Προϋπολογισμού – με 5ετή θητεία.» (4ο σημείο στην ομιλία του)
δ.«Το ασυμβίβαστο του αξιώματος του υπουργού με εκείνο του Βουλευτή.» (11ο σημείο στην ομιλία του)
ε.«να σταματήσει η διάχυση που υπάρχει σήμερα στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Και να δημιουργηθεί ένα Ειδικό και Μόνιμο Δικαστικό Σώμα, που θα έχει την αποκλειστική ευθύνη να ελέγχει τη συνταγματικότητα με αδιαμφισβήτητο τρόπο.»(13ο σημείο στην ομιλία του) Πρόκειται για το Συνταγματικό Δικαστήριο.
Με την πρόταση για «ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας και την άμεση εκλογή του από τους Έλληνες πολίτες» προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 1 του Συντάγματος που προσδιορίζει τη μορφή του πολιτεύματος. Η συγκεκριμένη συνταγματική αλλαγή καθιστά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρωταγωνιστή των πολιτικών εξελίξεων και ρυθμιστή των πολιτικών που θα ακολουθηθούν τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα τον κυρίαρχο μέχρι σήμερα ρόλο του κοινοβουλίου τόσο στον σχηματισμό, την στήριξη ακόμη και την πτώση της κυβέρνησης όσο και στην ψήφιση νόμων αφού θα έχει αφενός την δυνατότητα να σχηματίζει κυβέρνηση της επιλογής του ή να παύει την κυβέρνηση της οποίας τις επιλογές δεν επικροτεί, αφετέρου να εκδίδει Προεδρικά Διατάγματα ασκώντας εκτελεστική εξουσία χωρίς την μεσολάβηση του Κοινοβουλίου, παρακάμπτοντας την Κυβέρνηση.
Η πρόταση για συνταγματική πρόβλεψη «μιας ευέλικτης Κυβέρνησης, μικρής, με θεσμοθέτηση τριών Μόνιμων Υπηρεσιακών Υφυπουργών –Εξωτερικών, Άμυνας και επί του Προϋπολογισμού– με 5ετή θητεία» σε συνδυασμό με «το ασυμβίβαστο του αξιώματος του υπουργού με εκείνο του Βουλευτή» εξασφαλίζει τη δημιουργία μίας διορισμένης ομάδας εντός της Κυβέρνησης στα πλέον κρίσιμα υπουργεία για την Χώρα –αλλά και για τις σχέσεις της με τις άλλες χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση– που δεν θα λογοδοτούν στο Λαό, δεν θα ελέγχονται από την εκάστοτε Κυβέρνηση αφού εκλογές θα διενεργούνται αυστηρά κάθε τέσσερα χρόνια ενώ η θητεία τους θα είναι πενταετής, όπως και του Προέδρου της Δημοκρατίας, και θα υλοποιούν απαρέγκλιτα και χωρίς περιορισμούς τις επιβαλλόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτικές, πολιτικές που πλέον χαρακτηρίζονται από τις θεωρούμενες ως νόμιμες οικονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Χώρα μας προς τους Λαούς των Χωρών που απαρτίζουν την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Η πρόταση «να δημιουργηθεί ένα Ειδικό και Μόνιμο Δικαστικό Σώμα, που θα έχει την αποκλειστική ευθύνη να ελέγχει τη συνταγματικότητα με αδιαμφισβήτητο τρόπο» ώστε να αποτρέπεται η διάχυση στον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, θα εξασφαλίζει στον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και την διορισμένη από αυτόν Κυβέρνηση μεγαλύτερη σιγουριά στην άσκηση της επιβαλλόμενης πολιτικής αφού δεν θα κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με αποφάσεις δικαστηρίων που θα είναι αντίθετες με τις επιλογές τους, καθυστερώντας, αναβάλλοντας ή ακυρώνοντας τις προωθούμενες πολιτικές. Αν σήμερα όλοι θεωρούν ότι είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι ευνοϊκές για του πολίτες δικαστικές αποφάσεις, στην περίπτωση θεσμοθέτησης Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν θα υπάρχουν.
Με την πρόταση, τέλος, για μείωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 200 μειώνεται η εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος στο κοινοβούλιο με αρνητικές συνέπειες στην άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας. Η μείωση της εκπροσώπησης του εκλογικού σώματος είναι πολύ μεγαλύτερη από ό,τι μαρτυρούν οι αριθμοί αφού δεν θα καταργηθεί το μπόνους των 50 εδρών υπέρ του κόμματος που θα καταλάβει την πρώτη θέση στις εκλογές ή υπέρ της ένωσης των κομμάτων που θα συνεργαστούν για τον σχηματισμό Κυβέρνησης, αφήνοντας μόνο 150 έδρες στο Εθνικό Κοινοβούλιο για τους βουλευτές που οι πολίτες θα επιλέξουν άμεσα με την ψήφο τους. Με τη μείωση, συνεπώς, του αριθμού τους εξασφαλίζεται η αποδυνάμωση του ρόλου τους που σε συνδυασμό με το ασυμβίβαστο βουλευτή–υπουργού οδηγεί σε μεγαλύτερο έλεγχο της δράσης τους. Η πρόταση αυτή σε συνδυασμό με την πρόταση για θέσπιση δεύτερου νομοθετικού σώματος 50 βουλευτών, της Γερουσίας, θα οδηγήσει σε αποδυνάμωση του πρωθυπουργικού συστήματος ασκώντας ασφυκτικό έλεγχο στην εκάστοτε κυβέρνηση, ενισχύοντας έτσι τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας και των τριών διορισμένων Υφυπουργών (γκαουλάιτερ).
Δ΄ Μέρος
Στ. Το «Μεγάλο Κόλπο» της αναθεώρησης
Από την ανάλυση που προηγήθηκε, γίνεται σαφές ότι οι προτάσεις αναθεώρησης που διατυπωθήκαν μεταβάλλουν τον πυρήνα και την ουσία της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αλλοιώνοντας τη μορφή του υφιστάμενου πολιτεύματος, μετατρέποντάς το σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Το Σύνταγμα της Ελλάδας όμως, όντας αυστηρό ως προς τα άρθρα τα οποία επιδέχονται αναθεώρηση, αναφέρει ρητά στο άρθρο 1:
«1. Οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας…»
Είναι επομένως πρόδηλο πως μια τέτοια απόπειρα, ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τη χρησιμότητά της, δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο της αναθεωρητικής Βουλής αλλά μόνο της Συντακτικής Βουλής. Καθετί διαφορετικό οφείλει να εκπέσει κατά τον δικαστικό έλεγχο της αναθεώρησης.
Το «Μεγάλο Κόλπο» της Κυβέρνησης από την υλοποίηση του οποίου εξαρτάται η συνταγματική δημιουργία της Νέας Ελλάδας–Προτεκτοράτο–Ομόσπονδο–Ευρωπαϊκό–Κράτος, αφορά τόσο στην συνταγματική νομιμοποίηση των ασκούμενων πολιτικών όσο και στη μεταβολή του πολιτεύματος της Ελλάδας μέσα από τη δημιουργία νέου Συντάγματος και όχι στην αναθεώρηση αυτού.
Η Κυβέρνηση, με τις μέχρι σήμερα πολιτικές της, έχοντας αλλοιώσει την ουσία του υπάρχοντος πολιτεύματος, παράγει εν τοις πράγμασι Νέο Σύνταγμα.
Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν μέχρι σήμερα συμβάλλει α) οι δανειακές συμβάσεις που είτε δεν υπογράφηκαν ποτέ στο Εθνικό Κοινοβούλιο αλλά εφαρμόστηκαν είτε υπογράφηκαν χωρίς την απαραίτητη επικύρωση των τριών πέμπτων της Βουλής, β) οι δεκάδες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου που αντέστρεψαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία αφού πρώτα εφαρμόζονταν οι πολιτικές και στην συνέχεια το κοινοβούλιο τις επικύρωνε δια νόμου, γ) τα εκατοντάδες προεδρικά διατάγματα με τα οποία ο εκάστοτε υπουργός ρύθμιζε τα του οίκου του κατά τις επιταγές τις τρόικας με έναν απλό έλεγχο νομιμότητάς τους χωρίς την μεσολάβηση της Βουλής, δ) η διανδρία στην διακυβέρνηση της Χώρας όπου κατ’ ουσία δύο πρωθυπουργοί ακυρώνοντας τη θεσμική λειτουργία του Υπουργικού Συμβουλίου επικυρώνουν τις πολιτικές που επιβάλλει η τρόικα και τις ανακοινώνουν στους Υπουργούς της Κυβέρνησης και ε) η συνεργασία και συναπόφαση των κρατικών οργάνων με εξωθεσμικά όργανα όπως η τρόικα κατά την άσκηση της κυβερνητικής λειτουργίας.
Προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο της και να υπερκεράσει την αδυναμία της να παράξει νέο Σύνταγμα μέσω Συντακτικής Βουλής –ελέγχοντας ταυτόχρονα τις πολιτικές εξελίξεις προς όφελός της και χωρίς να αξιοποιεί τα νομικά οφέλη ενός τέτοιου εγχειρήματος προς όφελος του ελληνικού Λαού– επιχειρεί να παρουσιάσει ως αναθεώρηση του υπάρχοντος Συντάγματος την παραγωγή Νέου.
Το Νέο Σύνταγμα που θα επιχειρήσει να δημιουργήσει, θα προσφέρει στην Κυβέρνηση τον απαραίτητο συνταγματικό μανδύα νομιμοποίησης των πολιτικών που άσκησαν κατ’ εντολή των δανειστών της Χώρας, κατά παράβαση του υπάρχοντος Συντάγματος και των Νόμων και εις βάρος της επιβίωσης του Ελληνικού Λαού. Θα εξασφαλίσει, επίσης, μέσα από τη συνταγματοποίηση των ασκούμενων πολιτικών, την απαρέγκλιτη συνέχιση τους καθώς και την συνταγματική αναγνώριση του κυρίαρχου ρόλου των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διαμόρφωση των εγχώριων.
Η συνταγματική πρωτοκαθεδρία της ΕΕ και η συνταγματική επιταγή εναρμόνισης των εθνικών πολιτικών της Χώρας με τις ευρωπαϊκές επιταγές συντελεί κατ’ ουσία στην ολοκλήρωση της μετατροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία υπό γερμανική ηγεμονία, προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η μετατροπή της Ελλάδας από εθνικά κυρίαρχο δημοκρατικό Κράτος σε γερμανικό Προτεκτοράτο.
Ο δρόμος, επομένως, προς την ομοσπονδιακή γερμανική Ευρώπη προϋποθέτει, όσον αφορά στην Ελλάδα, την μετατροπή του πολιτεύματός της από Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία σε Προεδρική Δημοκρατία και αυτό διότι ο Πρώτος τη τάξει Πολίτης θα μπορεί να ελέγχει την πολιτική ζωή της Χώρας και να ανεβάζει και να κατεβάζει κυβερνήσεις ανάλογα με το αν εξυπηρετούν ή όχι τα γερμανοευρωπαϊκά συμφέροντά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το πολίτευμα της Προεδρικής Δημοκρατίας αποκαλείται και Συνταγματική Μοναρχία.
Η προαναγγελθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος κάθε άλλο παρά αναθεώρηση είναι.
Η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος είναι παραγωγή Νέου Συντάγματος.
Η επερχόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος ως στόχο έχει την ενσωμάτωση του παραγόμενου μνημονιακού δικαίου σε ένα νέο Σύνταγμα και την μεταβολή του πολιτεύματος της Ελλάδας από Προεδρευόμενη σε Προεδρική Δημοκρατία.
Εμπόδιο στα σχέδια της Κυβέρνησης και των εξωχώριων εντολέων της θα σταθεί ο ίδιος ο Λαός, δημιουργώντας ένα δημοκρατικό κίνημα πολιτικής και συνταγματικής αλλαγής.
Ο Λαός εντέλει είναι και ο τελικός κριτής, αυτός που θα αποφασίσει την κατεύθυνση της συνταγματικής αναθεώρησης αφού ακόμη και στην περίπτωση που τα υπό αναθεώρηση άρθρα υπερψηφιστούν από την τρέχουσα Βουλή με την πλειοψηφία των 180 βουλευτών, η επόμενη Βουλή, την οποία και θα εκλέξει με την ψήφο του αφού υποχρεωτικά μεσολαβούν εκλογές, είναι αυτή που με την απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών θα επικυρώσει το περιεχόμενο των συνταγματικών αλλαγών.
Το εμπόδιο της έκφρασης της βούλησης του Ελληνικού Λαού μέσω των εκλογών υπέρ του Τσίπρα και της κυριαρχίας του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στην επόμενη αναθεωρητική Βουλή το γνωρίζει η Κυβέρνηση και γι’ αυτό απεργάζεται σχέδια να το αξιοποιήσει. Από τη μία επιδιώκει να εξασφαλίσει στην τρέχουσα Βουλή την πολυπόθητη πλειοψηφία των τριών πέμπτων για τον προσδιορισμό των άρθρων που θα αναθεωρηθούν ώστε στη συνέχεια να αρκεί η πλειοψηφία των 151 Βουλευτών για την επικύρωση του περιεχομένου τής αναθεώρησης, από την άλλη επενδύει στην σιγουριά της αντιπολίτευσης ότι ως πρώτο κόμμα στις εκλογές –όταν και αν γίνουν– θα ελέγξει πιο εύκολα το περιεχόμενο της αναθεώρησης με 151 βουλευτές από ότι με 180 ώστε με την δημιουργία λίγο πριν τις εκλογές ενός νέου πολιτικού σχηματισμού από την ένωση όλων των πάλαι ποτέ κεντροδεξιών πολιτευτών και κομμάτων (ΝΔ, ΕΛΙΑ, ΠΟΤΑΜΙ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητοι Βουλευτές) να κατακτήσει την πρώτη θέση στις ανόθευτες εκλογές και κυρίαρχο ρόλο στην αναθεώρηση, ολοκληρώνοντας τα σχέδιά της.
Στην Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό» και «υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους».
Ο κυρίαρχος Λαός είναι που θα επιλέξει δημοκρατικά μέσω των εκλογών, το πολιτικό εκείνο κόμμα, το οποίο έχοντας την απαιτούμενη πλειοψηφία στο Εθνικό Κοινοβούλιο, θα ολοκληρώσει την συνταγματική αναθεώρηση προς την κατεύθυνση της εμβάθυνσης της δημοκρατίας, της εδραίωση της λαϊκής κυριαρχίας και του οριστικού τέλους της εξάρτησης από ξένα και εξωθεσμικά κέντρα.
Προκειμένου ο Λαός να είναι σε θέση να επιλέξει πρέπει να γνωρίζει, πρέπει να ενημερωθεί, πρέπει να συναισθανθεί τον καθοριστικό του ρόλο και την σημαντικότητα της απόφασης που θα κληθεί να λάβει.
Η ευθύνη όλων, πολιτών και κομμάτων, είναι Ιστορική.
Καλούμαστε να την αναλάβουμε.
Δεν ξεχνώ. Δεν συγχωρώ. Δεν σιωπώ.
ΥΓ. Το πολίτευμα της Ελλάδας πριν την κατάλυση της Δημοκρατίας από τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο ήταν Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία με κυρίαρχο το ρόλο του Βασιλέως Κωνσταντίνου στην ρύθμιση της πολιτικής ζωής της Χώρας αφού ανέβαζε και κατέβαζε Κυβερνήσεις ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόταν αυτός αλλά και οι ευρωπαίοι εντολείς του το συμφέρον των Ελλήνων. (Ο τέως Βασιλέας, παρά το ότι γεννήθηκε στην Ελλάδα, δεν είναι ελληνικής καταγωγής αφού κατάγεται από το Glücksburg της Δανίας γειτονικό χωριό με αυτό του γνωστού σε όλους μας Τόμσεν.)
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μη αναγνωρίζοντας το νόθο δημοψήφισμα της Χούντας με το οποίο καταργήθηκε η Βασιλευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία στην Ελλάδα και αντικαταστάθηκε με Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, διεξήγαγε στις 8 Δεκεμβρίου 1974 δημοψήφισμα με το οποίο ο ελληνικός Λαός επέλεξε με ποσοστό 69,2% την Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία ως πολίτευμα της Χώρας.
Με το δημοψήφισμα αυτό οι Έλληνες δεν απέρριψαν μόνο το πρόσωπο του Βασιλιά αλλά και τη μορφή του πολιτεύματος που στηριζόταν στον Βασιλιά.
Ας σκεφτούμε για λίγο τον χρόνο προς τα πίσω και ας αναλογιστούμε αν είναι προς όφελος της Δημοκρατίας η επιδίωξη της Κυβέρνησης και των γερμανών εταίρων μας για επιστροφή στην Προεδρική Δημοκρατία, στο πολίτευμα δηλαδή που επέβαλε για δύο μήνες η Χούντα του Παπαδόπουλου και το οποίο διαφέρει από τη Βασιλεία μόνο ως προς το ότι ο Αρχηγός του Κράτους εκλέγεται και δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα.
Η απόφαση ανήκει σε καθέναν από εμάς.
Το μέλλον ανήκει σε όλους μας.