Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Μόνον θετικά θα μπορούσα να δω την άνοδο του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ανώτερο ηγετικό αξίωμα της ΝΔ. Δεν είναι αλήθεια πως έτσι ηττήθηκε ο λαϊκισμός, αλλά είναι μάλλον ακριβές πως τα πράγματα στο χώρο της ΝΔ λαμβάνουν προοδευτικά χαρακτηριστικά, προκαλώντας παράλληλα για την δημιουργία ενός άλλου κόμματος που θα εκφράσει ολοκληρωμένα τον ακροδεξιό, ρατσιστικό λαϊκισμό, ευρύτερα του υπάρχοντος νεοναζιστικού μορφώματος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε να εκφράσει με υψηλό βαθμό εντιμότητας τον σύγχρονο νεοφιλελευθερισμό και ανατρέποντας εκτιμήσεις, προκαταλήψεις και πακτωμένες σχέσεις κυριαρχίας εντός της ΝΔ-διαπλοκής να κερδίσει τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος μάλλον δεν είχε πιστέψει ποτέ πως είχε προοπτική στην ηγεσία του κόμματος. Μάλλον πρόκειται για «προσγειωμένη» περίπτωση, που ίσως σήμερα να νοιώθει μια κάποια ανακούφιση, απαλλαγμένος από την χειραγώγηση που υπέστη την τελευταία περίοδο από τον βασικό μηχανισμό επιρροής στο εσωτερικό της ΝΔ, στο όνομα ενός ξεφτισμένου, άνευρου, διπλοπρόσωπου και ώρες-ώρες αλλοπρόσαλλου δεξιού ριζοσπαστισμού.
«Μπράβο», λοιπόν στους «νεοδημοκράτες» για την επιλογή τους και ας εστιάσουμε στο νόημα της επικράτησης του Κυριάκου Μητσοτάκη για την προοδευτική αριστερά. Γιατί εδώ; Επειδή μόνον εδώ θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να παραχθεί κάποιο νόημα δημιουργικού, κονστρουκτιβιστικού χαρακτήρα.
Η εξελισσόμενη ελληνική κρίση παρότι είναι μια δομική κρίση που αφορά σε ολόκληρο το παραγωγικό μοντέλο της χώρας, απομονώθηκε στα δημοσιονομικά, στα χρηματοπιστωτικά και στο εμπορικό έλλειμμα. Έτσι το λειτουργιστικό στοιχείο κυριάρχησε, για να συσκοτιστεί το δραματικό παραγωγικό πρόβλημα της εθνικής οικονομίας, το οποίο συνδέεται ασφαλώς με την στρεβλή ανάπτυξη και κυρίως αντίληψη των παραγωγικών σχέσεων στην πατρίδα μας, όπως και την μορφή της ανεργίας. Εδώ βρίσκεται και η βασική διαφορά μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών αριστερών. Οι πρώτοι εστιάζουν στις παραγωγικές δυνάμεις και στον γραφειοκρατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής, ενώ οι δεύτεροι στις παραγωγικές σχέσεις και στον κοινωνικό έλεγχο των μέσων παραγωγής.
Παραβλέποντας το τελευταίο εστιάζουμε στις δημόσιες υπηρεσίες, στο φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς, ενώ θεωρούμε φυσιολογική την καταστροφή στην αγορά και την αποτελμάτωση στον βιομηχανικό κλάδο, την ώρα που τον γεωργικό τον αντιμετωπίζουμε αφάνταστα υποκριτικά και πελατειακά. Οι δεξιοί συζητούν στη βάση της απελευθέρωσης του κεφαλαίου από την εργασία και οι αριστεροί στη βάση απελευθέρωσης της εργασίας από το κεφάλαιο! Οι πρώτοι υποτιμούν ολοένα και περισσότερο την εργασία, θρηνώντας για την ανεργία, ενώ οι δεύτεροι θρηνούν για τον ίδιο λόγο, διασκεδάζοντας την διάσταση του κεφαλαίου. Δηλαδή, οι πρώτοι είναι σαν να μην καταλαβαίνουν τους θεωρητικούς των κλασικών οικονομικών, τους οποίους επικαλούνται, ενώ οι δεύτεροι σαν να παπαγαλίζουν τα βασικά της κριτικής του Μαρξ στον καπιταλισμό, αν και δεν ενδιαφέρονται να κατανοήσουν το κεφάλαιο, το οποίο οι περισσότεροι το βλέπουν σαν συνώνυμο του κεφαλαιούχου ή του πλουτοκράτη.
Αν μιλώντας για εργασία και εργαζόμενους ασφαλώς, δεν έχεις στο μυαλό σου το κεφάλαιο και αντίστροφα, δυστυχώς δεν σκέπτεσαι σοβαρά και πολιτικά. Το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι η «δόση» του κουαρτέτου, αλλά η παραγωγική αναδιάρθρωση – που δεν πραγματοποιείται. Η κατάρρευση του απολύτως στρεβλού παραγωγικού μοντέλου της χώρας είναι ο αιτιατός μηχανισμός της δραματικά διογκούμενης ανεργίας και όλων των άλλων μορφών στρέβλωσης των εργασιακών σχέσεων – της σύγχρονης παθολογίας στην αγορά εργασίας.
Οι προοδευτικοί αριστεροί δεν μπορεί παρά να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αν επιθυμούμε να διατηρήσουμε έναν λειτουργικό και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που θα υπηρετήσει με κοινωνικά κριτήρια την οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα διψά για κεφάλαιο, αλλά τι είδους κεφάλαιο; Κεφάλαιο για να απασχολήσει υψηλή τεχνογνωσία και καινοτομία, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να παράγουν υψηλή υπεραξία χωρίς οι ίδιοι να προλεταριοποιούνται και η κοινωνία να φτωχοποιείται. Η Ελλάδα χρειάζεται τεχνολογικά προηγμένες επενδύσεις στον δευτερογενή και πρωτογενή τομέα της οικονομίας της – τομείς που θα πρέπει να αποκτήσουν ανταγωνιστικό-εξαγωγικό χαρακτήρα, για να δώσουν την δυνατότητα ανάπτυξης μιας παράλληλης και με εσωτερική κυρίως στόχευση βιοτεχνίας.
Είναι πολιτική υπόθεση, ωστόσο, αυτό. Με πολιτικό σχεδιασμό πραγματοποιείται και όχι με τον λεγόμενο «αυτοματισμό της αγοράς»! Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι νεοφιλελεύθεροι σφάλουν, με ορθολογικά κριτήρια, επιχειρώντας να αποδυναμώσουν και να μειώσουν τον δημόσιο τομέα της Ελλάδας, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της κρίσης. Στη φάση της ύφεσης δεν μειώνεις το δημόσιο, ενώ στη φάση μιας γνήσιας και υγιούς με παραγωγικούς όρους ανάπτυξης, είναι τα κίνητρα της ίδιας της αγοράς προς τους εργαζόμενους που κάνουν το δημόσιο λιγότερο ελκυστικό, σε ό, τι αφορά σε μια μεγάλη γκάμα επαγγελμάτων. Η συμπλεγματική αντιμετώπιση των δημοσίων υπαλλήλων από τους νεοφιλελεύθερους δεν επιλύει την συμπλεγματική και εν τέλει αντικοινωνική διαμόρφωση της προσωπικότητας κάμποσων εξ αυτών.
Από την άλλη πλευρά, πολιτικό έργο των αριστερών δεν είναι να «σώσουν» τους δημοσίους υπαλλήλους και τον πελατειακό χαρακτήρα αυτού, αλλά να ενισχύσουν στο πλαίσιο ενός σχεδίου παραγωγικής ανασυγκρότησης τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά, περιθωριοποιώντας τον επαρμένο, κακομαθημένο, αντιπαραγωγικό, ανεύθυνο και κάποιες φορές απάνθρωπο και βάρβαρο λειτουργό της διοίκησης. Εδώ δεν έρχεται η πολιτεία να τιμωρήσει, αλλά να προσφέρει ένα άλλο, διαφορετικό σύστημα παιδείας και εκπαίδευσης στον δημόσιο υπάλληλο, ανθρωποκεντρικό και παράλληλα βιοοικονομικό. Η εμπειρία μου σε διάφορες χώρες της ΕΕ με δίδαξε πως «έχουμε τους δημοσίους υπαλλήλους που μας αξίζουνε» και αυτό ας το προσέξουμε!
Το νόημα από την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό, τι αφορά στον αριστερό, είναι να ασχοληθεί με ιδιαίτερο ζήλο με την τεχνολογικά προηγμένη ανάπτυξη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, αφαιρώντας τα παραμορφωτικά γυαλιά που τον οδηγούν να εστιάζει αντανακλαστικώς στο δημόσιο. Αυτός πρέπει να αναζητήσει παραγωγικά κεφάλαια και να τα θέσει στην υπηρεσία των εργαζομένων και της ελληνικής κοινωνίας. Μόνον έτσι θα αισθάνεται ασφαλής ο μέτοχος και θα είναι επικερδής μακροχρονίως η επένδυση. Τα έντονα εκμεταλλευτικά προς τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους κεφάλαια, είναι αντιβιοοικονομικά μέσα καταστροφής και οδηγούν στον ολοκληρωτισμό, δια της οικονομικής απειλής.
Το πάντρεμα του φιλελευθερισμού με την δημοκρατία, της ελευθερίας με την ισότητα δηλαδή, προϋποθέτει τη σύζευξη ενός ποιοτικού δημόσιου τομέα κοινωνικών υπηρεσιών, με έναν προοδευτικό ιδιωτικό τομέα παραγωγής κυρίως αγαθών και υπηρεσιών, κυρίως στον ευρύτερο τουριστικό κλάδο. Αν ο αριστερός δει χωρίς συμπλέγματα, προκαταλήψεις και ιδεοληψίες τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και ο δεξιός-φιλελεύθερος αναλόγως τον δημόσιο τομέα, τότε ένα κρίσιμο βήμα προς την ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας θα έχει συντελεστεί. Αυτό δεν σημαίνει συναίνεση, σημαίνει έντιμο πολιτικό ανταγωνισμό με χαρακτηριστικά ταξικού αγωνισμού και όχι λαϊκισμού.
Στη σημερινή Ελλάδα δεν απαιτείται συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων, αλλά πολιτική εντιμότητα, σαφήνεια στους στόχους και στην στρατηγική και «δημιουργική ασάφεια» στο πρόγραμμα του κάθε κόμματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ίσως συμβάλει να οδηγηθεί η αριστερά σε μια νέα, εναλλακτική προσέγγιση του ιδιωτικού τομέα, όχι ασφαλώς για να θριαμβεύσει το κεφάλαιο επί της εργασίας, αλλά για να υπάρξει κεφάλαιο ικανό να αναπτύξει την εργασία – και όχι την δουλεία – και αυτή, με την σειρά της, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την προοδευτική πολιτική.