Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
Δυο βασικά σημεία της δημοσιονομικής προσέγγισης του νέου υπ. Οικονομικών είναι η απομείωση του χρέους (το κούρεμα που υπόσχονταν ο ΣΥΡΙΖΑ χάθηκε στις προεκλογικές καλένδες της ψηφοθηρίας!) και ο περιορισμός του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Μόνο που από ένα κούρεμα που δεν εξασφάλιζε υποχρεωτικά και μικρότερες ετήσιες πληρωμές τόκων από τις υπάρχουσες και την μονομερή ελαχιστοποίηση των πλεονασμάτων στο 1,5% για τα επόμενα χρόνια, περάσαμε σε μια ρητορική ανακατασκευή αυτού που ήδη είχε αποφασίσει η Ε.Ε. από το Νοέμβριο του 2012. Επιμήκυνση του χρέους και ανάλογα με την ελάφρυνση από τόκους αντίστοιχη μείωση και των πλεονασμάτων.
Όλα τα τεχνικά μέσα αντικατάστασης των ομολόγων με πανάκριβες αέναες εκδόσεις που διαπνέονται από ένα ανεπίτρεπτο για διακρατικό χρέος είδος εταιρικής νοοτροπίας, ρήτρες ανάπτυξης που κινούνται σε μια μετοχική αντίληψη που μπορεί τη μια να μηδενίζει και την άλλη να εκτοξεύει στα ουράνια τις πληρωμές ή αντικαταστατική έμμεση χρηματοδότηση από την ΕΚΤ μέσω εντόκων γραμματίων που φορτώνουν με «τοκογλυφικούς» τόκους τον προϋπολογισμό διογκώνοντας το χρέος, γι’ αυτό και όλες οι χώρες επιδιώκουν τον περιορισμό της χρήσης τους, δεν αποτελούν παρά θεωρητικά εργαλεία που αναδεικνύονται για να διανθίσουν ανέξοδα τον δήθεν αγωνιστικό βερμπαλισμό.
Αν ο κ. Βαρουφάκης ήθελε να είναι ειλικρινής με όσες ιδέες αναπτύσσει θα έπρεπε να δώσει μια ειλικρινή απάντηση στο εξής ερώτημα. Αν αυτό που θα συμφωνηθεί ως τρόπος διευθέτησης που χρέους δεν περιλαμβάνει μείωση των ετήσιων τόκων τουλάχιστον ισόποση με τον εξαγγελθέντα περιορισμό των πλεονασμάτων πως θα καταστεί το χρέος όχι απλά βιώσιμο με βάση τις δικές του θέσεις αλλά έστω και με το υπάρχον χρονοδιάγραμμα που μιλά για 120% το 2020;
Η δεδομένη πρόθεση για επιμήκυνση (τουλάχιστον στα 50 χρόνια) και μείωση (σχεδόν μηδενισμό) των επιτοκίων θα επιφέρει ελάφρυνση των τόκων γύρω στα 2 δις ευρώ, άρα δίνει δυνατότητα επαναπροσδιορισμού του πλεονάσματος στο 2% για φέτος και στο 3,5% για του χρόνου. Αυτό είχε ήδη επιτευχθεί και απέμενε η ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης και η μετάβαση στην πιστωτική γραμμή που να συγκρατήσουμε ότι αποτελείται από τα αδιάθετα κεφάλαια του ΤΧΣ. Οποιαδήποτε συμφωνία που θα προσπαθήσει να παρουσιάσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως επιτυχία, θα πρέπει να πηγαίνει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα κι όχι απλά να καταλήγει στον ίδιο στόχο με άλλη διατύπωση.
Αν λοιπόν η νέα αναδιάρθρωση του χρέους είναι αυτού του μεγέθους με ποιο τρόπο θα καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό που θα δημιουργηθεί από την εμμονή για στόχο πλεονάσματος 1,5% όταν και τότε για να πληρωθούν οι εναπομείναντες χαμηλότεροι τόκοι; Κάθε χρόνο έως το 2020 θα υπάρχει ένα κενό από 0,5% έως 1% (1-2 δις) που θα μας απομακρύνει και πάλι ακόμα κι από τον αρχικό στόχο για το 120% χρέος.
Σε αυτή τη διαπίστωση να προστεθούν και τα μειωμένα έως εξαλειμμένα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις που αναστέλλονται ή σταματούν οριστικά τα οποία ήταν μια ακόμα σημαντική μεταβλητή δεκάδων δις για την επίτευξη του επιθυμητού επιπέδου χρέους ως το τέλος της δεκαετίας. Θα πρέπει επίσης να αφαιρεθεί κι ένα μέρος από τα κεφάλαια του ΤΧΣ που η νέα κυβέρνηση επιθυμεί να χρησιμοποιήσει για τη διαγραφή κάποιων «κόκκινων» δανείων, αν και δεν προβλέπεται αυτή η χρήση τους από τη στιγμή που πέρασαν στην πιστωτική γραμμή.
Κεφάλαια που αν βγαίναμε πλήρως στις αγορές όπως προβλεπόταν η μη χρήση αυτών των ποσών θα μείωναν αυτόματα το χρέος κατά 6%. Όπως κατά περίπου 9% θα μειώνονταν το χρέος κι από την πώληση των μετοχών του ΤΧΣ στις τράπεζες κάτι που είναι πλέον αμφίβολο να συμβεί αν τηρηθούν οι κυβερνητικές δεσμεύσεις για περαιτέρω κρατικοποίηση τους.
Άρα καταλήγουμε στην προοπτική μιας τριπλής πληγής που αφήνει κυριολεκτικά στον αέρα όλο τον προγραμματισμό για την πορεία του χρέους. Εκτός κι αν υπάρχουν άλλες πιο ριζικές λύσεις στο πίσω μέρος του κυβερνητικών μυαλών που δικαιολογούν και το γεγονός ότι κανένας λόγος δεν γίνεται για το χρηματοδοτικό κενό όχι του 2015 (που υποτίθεται ότι θα καλύπτονταν από ένα μέρος της πιστωτικής γραμμής κι από την έξοδο στις αγορές) αλλά κυρίως του 2016 που όλοι πριν λίγους μήνες θεωρούσαν ότι θα προέρχονταν αποκλειστικά από τις αγορές.
Αλλά ο όρος «αγορές» έχει πάψει πλέον καν να αναφέρεται από τα επίσημα ελληνικά χείλη και μοιάζει να έχει ξεχαστεί ως προοπτική. Γιατί άραγε; Ή επειδή το κενό που περιγράψαμε στην επίτευξη του στόχου για μείωση του χρέους στο 120% θα καλυφθεί με αναγκαστικό νέο δανεισμό (εσωτερικό ή εξωτερικό με νέα επαχθέστερη συμφωνία) ή επειδή έχει παρθεί η απόφαση «ηρωικής» εξόδου και αλλαγής νομίσματος. Αυτό είναι το καλά κρυμμένο μυστικό;