Γράφει ο Γιάνης Νάκος
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και κυρίως ο άνθρωπος πίσω από όλες τις σημαντικές συμφωνίες, ο Μάριο Ντράγκι, αποφάσισε να επαναφέρει προ ολίγων μηνών τις ελληνικές τράπεζες στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν ξεφύγει η χώρα από το πρόγραμμα.
Πίσω από αυτές τις κινήσεις, που θα αναφέρω μετέπειτα, θεωρώ ότι κρύβεται το όραμα αυτού του μεγάλου τραπεζίτη, που δεν είναι άλλο από ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Τί είναι η ποσοτική χαλάρωση;
Με απλά λόγια, QE είναι μία νομισματική πολιτική, στην οποία η Κεντρική Τράπεζα αγοράζει κρατικά χρεόγραφα ή περιουσιακά στοιχεία από την δευτερογενή αγορά, και τα Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να τονωθεί η οικονομία σε περιόδους, όπου η παραδοσιακή νομισματική πολιτική, δεν έχει αποφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Παράλληλα, όμως για να τεθούν επί τάπητος, και σε ρεαλιστική βάση οι προϋποθέσεις, για να συνεχίσει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών τίτλων (που δεν είναι επιλέξιμοι λόγω της χαμηλής διαβάθμισης από τους οίκους αξιολόγησης), η ΕΚΤ ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει συνεχή συμμόρφωση με τους όρους του προγράμματος. Με λίγα λόγια, ‘’Pacta sunt servanta’’ μας τονίζουν οι εταίροι μας, χωρίς πισωγυρίσματα και χωρίς μεγάλα λόγια με σκοπό να επανέλθει η κανονικότητα επιτέλους σε αυτήν την χώρα.
Η πρώτη κίνηση του Ντράγκι
Θεωρητικά με την επαναφορά του waiver, η ΕΚΤ έδωσε στις ελληνικές τράπεζες τη δυνατότητα να δανείζονται με μηδενικό επιτόκιο, όπως και οι υπόλοιπες τράπεζες της Ευρωζώνης, μέσω των πράξεων χρηματοδότησης του ευρωσυστήματος. Βέβαια το όφελος είναι δεδομένο και υπαρκτό, αρχικά, οι τράπεζες μπόρεσαν να αντικαταστήσουν μέρος των κεφαλαίων που δανείζονται από τον έκτακτο μηχανισμό της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA), ενώ φυσικά και όπως με ενημέρωσε τραπεζικό στέλεχος, θα μπορέσουν να πάρουν μέρος στους επόμενους γύρους των πράξεων πιο μακροπρόθεσμου δανεισμού, των TLTRO.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση
Ας μπούμε στο ψητό λοιπόν, και σε αυτό όπου όλοι αναμένουν, από τα Χρηματιστήρια μέχρι και τον τελευταίο μικροεπενδυτή. Την συμμετοχή της Ελλάδας στο όραμα του Μάριο Ντράγκι, ένα όραμα ιδιαίτερα φιλόδοξο, Ευρωπαιϊκό, αλλά και συνάμα ανταγωνιστικό.
Η συμμετοχή της χώρας μας στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης θα έρθει μόνο, όταν έχει συμφωνηθεί μία ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αρμόδιοι για αυτήν την ανάλυση θα είναι η ίδια η ΕΚΤ, και σύμφωνα με πληροφορίες λογικά πριν την ανάλυση του Δ.Ν.Τ.
Ο έντονος προβληματισμός για χρέος και QE
Νομίζω πως δεν θα ήταν σωστό να αναφέρω τα γεγονότα, μόνο από την μία πλευρά, δίχως να τονίσω και την αντίθετη άποψη. Αυτή, δυστυχώς, περικλείει γνώμες και προβλέψεις εντελώς διαφορετικές από όσες έχουμε συνηθίσει να ακούμε και, κατ’ εμέ, εώς ένα σημείο ανέφικτες.
Αρχικά, υπάρχει στο παρασκήνιο, ότι το όφελος από την επαναφορά του waiver, αλλά και την ένταξη στο QE δεν θα ξεπεράσει σύμφωνα με την ΤτΕ τα 400-500 εκατ. ευρώ, ενώ δεν έχουν αποκλεισθεί και οι αρνητικοί παράγοντες που υποσκάπτουν την ειρηνική μετάβαση της χώρας σε καθεστώς οικονομικού και επενδυτικού σοκ. Ο σημαντικότερος από αυτούς είναι φυσικά το τεράστιο ζήτημα του Χρέους και κατά πόσο οι σημερινές ‘’ρυθμίσεις’’ το, μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάκαμψη.
Αυτό που όλοι οι οπαδοί αυτής της άποψης τονίζουν είναι ότι η επόμενη ημέρα είναι, λαμπρή και ευοίωνη μόνο με μία, ‘’ελάφρυνση του χρέους.’’
Ορισμένοι, μάλιστα, εκτιμούν ότι μόνο αν υπάρξει κούρεμα της ονομαστικής αξίας του χρέους η Ελλάδα μπορεί να ορθοποδήσει. Βέβαια, αυτή η άποψη δείχνει να έχει συμμάχους μέσα στο Δ.Ν.Τ., που όμως για την στιγμή αυτή προτιμούν να κρατήσουν κλειστά τα χαρτιά τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι και αυτός ο χειμώνας προβλέπεται καυτός και ίσως με τεράστιες πολιτικές εξελίξεις, πράγμα που σημαίνει ότι όλοι οι παίχτες πρέπει να βρίσκονται ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα για να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους.
Εν κατακλείδι, και σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη, μία δημοσιονομική προσαρμογή στην νομισματική πολιτική, είτε στην πολιτική της Ε.Ε είτε όσον αφορά το οικονομικό πρόγραμμα που βρίσκεται η Ελλάδα, θα πρέπει να περιλαμβάνει αναπτυξιακές προκείμενες, που να οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε μεταρρυθμίσεις, προστασία των κοινωνικών μονάδων και, φυσικά, διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων.