Του Ιάσονα Κουτούφαρη-Μαλανδρίνου
Τώρα που οι Πανελλαδικές διεξάγονται κανονικά και με χρονική απόσταση που επιτρέπει μια ορθολογική προσέγγιση μπορούμε να αναρωτηθούμε: ποιός είχε δίκιο εν τέλει; Υποστηρίζοντας την απεργία της ΟΛΜΕ, θίγεις το δικαίωμα των μαθητών στην ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων. Προβάλλοντας όμως το τελευταίο, προσβάλλεις τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των καθηγητών.
Το παραπάνω πρόβλημα τίθεται ως δίπολο: απαιτεί να επιλέξουμε ως ορθή ή την απεργία ή την διεξαγωγή των εξετάσεων. Θα ήταν όμως λάθος να ξεκινάμε από την ορθότητα των απαντήσεων, δίχως να έχουμε βεβαιωθεί για την ορθότητα του ερωτήματος.
Ο Henri Bergson πίστευε ότι «τα πραγματικά μεγάλα προβλήματα δεν τίθενται παρά μόνο όταν έχουν επιλυθεί». Όμως, η ζωή μας είναι γεμάτη από ψευδοπροβλήματα: είναι εκείνα που δεν μπορούν να βρουν λύση, είτε διότι δεν υπάρχει απάντηση, είτε διότι έχουν τεθεί με τόσο λανθασμένο τρόπο που, ακόμη κι αν υπάρχει απάντηση, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί.
Νομίζω ότι το δίλημμα «απεργία ή εξετάσεις» ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Η κινητοποίηση των καθηγητών θεωρείται ως λανθασμένη διότι εντάσσεται στην χορεία των αποφάσεων που λαμβάνονται ελεύθερα (και συνεπώς υπό πλήρη ευθύνη του αποφασίζοντος). Εν τούτοις, η απεργία συνιστά απλώς μία φυσιολογική αντίδραση στο νομοθετικό πλαίσιο που επιβάλλει η κυβέρνηση. Άρα δεν πρέπει να ρωτάμε «γιατί να κάνουν στην περίοδο των Πανελληνίων απεργία οι καθηγητές;», αλλά «γιατί να προωθήσει η κυβέρνηση στην περίοδο των Πανελληνίων νόμους που προκαλούν την κινητοποίηση των καθηγητών;». Είναι άραγε τόσο επείγον να γίνουν οι μεταθέσεις των καθηγητών λίγο πριν τις καλοκαιρινές διακοπές, ή μήπως δεν μπορούσαν τα σχετικά νομοσχέδια να περιμένουν την λήξη των εξετάσεων για να συζητηθούν;
Αλλά, βεβαίως, κάθε κακώς τεθειμένο πρόβλημα, βρίσκει το πιο ασφαλές του θεμέλιο σε παρεπόμενα ανύπαρκτα προβλήματα. Η σύγκρουση για την απεργία επέτρεψε την διατύπωση και άλλων ψευδοπροβλημάτων.
Λένε κάποιοι: «μά, γιατί δεν μπορούν να δουλέψουν δύο ώρες παραπάνω οι ακαμάτηδες οι καθηγητές;». Η αύξηση των ωρών διδασκαλίας δίχως την ταυτόχρονη αύξηση των διδασκομένων μαθημάτων, συνεπάγεται την απόλυση ενός μέρους του διδακτικού προσωπικού, η προσφορά δε της πρόσθετης εργασίας σε διαφορετικά σχολεία των αχανών καλλικρατικών δήμων θα προκαλέσει επί πλέον σύγχυση και ταλαιπωρία. Το πρόβλημα είναι ανύπαρκτο, διότι αναμένει μία απάντηση (την εικαζομένη τεμπελιά των καθηγητών) μη υφιστάμενη ή, εν πάσει περιπτώση, μη μετρήσιμη και μη δυνάμενη να υπολογιστεί μετά βεβαιότητος.
«Οι περισσότεροι καθηγητές αρνούνται να αξιολογηθούν, διότι δεν θέλουν να επικρατήσουν οι καλύτεροι». Αυτή η γνωστή φιλολογία περί «αρίστων», την οποία συναντάμε και αλλού, βασίζεται σε δύο ανύπαρκτες προϋποθέσεις: αφ’ ενός στο ότι υπάρχει ένα αντικειμενικό, απόλυτο μέγεθος αριστείας που μπορεί να γίνει γνωστό και να ποσοτικοποιηθεί με μόρια του ΑΣΕΠ, και αφ’ ετέρου στο ότι η εκπαίδευση πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τους «αρίστους», και όλοι οι υπόλοιποι είναι αδαείς που οφείλουν να αποκλειστούν.
Είναι όμως γνωστό ότι εκείνοι που πληρούν τα πιο αντικειμενικά -αν είναι δυνατόν να οριστούν τέτοια- κριτήρια «αριστείας» είναι λίγοι, όπως εξίσου λίγοι είναι και οι απολύτως ανίκανοι. Η μεγάλη πλειοψηφία σε κάθε κλάδο -άρα και στην εκπαίδευση- είναι άνθρωποι μεσαίων δεξιοτήτων. Είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να τους υποβιβάσουμε σε επίπεδο υλικών αποδοχών και κύρους, επειδή δεν είναι οι τέλειοι διδάσκαλοι; Τότε, ας μην διαμαρτυρόμαστε για την καταστροφή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων: όπως στον χώρο της παιδείας, πρέπει να επικρατήσουν οι «άριστοι», έτσι και στον χώρο της οικονομίας πρέπει να επικρατήσουν τα μονοπώλια.
Το θέμα είναι ότι εκείνοι που απαιτούν από τους καθηγητές την νομιμοφροσύνη και την υποταγή στην κρατική βούληση είναι οι ίδιοι που κατηγορούν την κυβέρνηση για αυθαιρεσία όταν καταδιώκει το δικό τους επάγγελμα, εκείνοι που ζητούν την διδακτική τελειότητα από τους εκπαιδευτικούς είναι οι ίδιοι που αποφεύγουν την «ουτοπία» της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής.
Αυτοί που διαιωνίζουν τα ψευδοπροβλήματα, βλέπουν, με τα λόγια του Deleuze, «διαφορές βαθμού εκεί όπου υπάρχουν διαφορές φύσεως». Εκείνος όμως που αντιλαμβάνεται ότι μόνον αλληλέγγυες οι κοινωνικές δυνάμεις είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις ληστρικές επιθέσεις του κράτους και των οικονομικών ελίτ, γνωρίζει ότι η έγκαιρη αντίδραση δεν αναβάλλεται: μία απεργία, όπως αυτή των δικηγόρων αφότου είχαν αποδεχθεί χωρίς αντιδράσεις την επιβολή του ΦΠΑ, δεν είναι απλά μία καθυστερημένη, αλλά μία αποτυχημένη ενέργεια.