Γράφει η Ευτυχία Αλικάκου
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πουλήσει την ψυχή της για τη συμφωνία μετεγκατάστασης προσφύγων» είναι ο τίτλος δημοσιεύματος της Telegraph με πληροφορίες για τη συμφωνία των «28» στην σημερινή κρίσιμη σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες για το προσφυγικό. Ο δε επικεφαλής των Φιλελευθέρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Γκι Φέρχοφσταντ δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το να εξάγουμε το πρόβλημα μας στην Τουρκία είναι αφελές. Δεν θα πρέπει να πουλήσουμε την ψυχή μας για μια συμφωνία με μια χώρα επειδή απλά δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημά μας και να εφαρμόσουμε μια ευρωπαϊκή λύση».
Σε ότι αφορά το δημοσίευμα, δεν παραγνωρίζει καταστάσεις και μάλλον αντικατοπτρίζει ικανοποιητικά τη στάση που από ότι φαίνεται ετοιμάζεται να κρατήσει η Ευρωπαϊκή ένωση vis-à-vis με τη Τουρκία. Μη ξεχνάμε άλλωστε τη διμερή συνάντηση στη Σμύρνη των πρωθυπουργών Ελλάδος και Τουρκίας κ. Αλέξη Τσίπρα και Αχμέτ Νταβούτογλου και των μελών του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών και φυσικά τη συμμετοχή της γειτονικής χώρας στο σημερινό κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Αν προσπαθήσουμε να συλλάβουμε το ζήτημα με όρους διεθνών σχέσεων χωρίς αξιολογικές κρίσεις και βερμπαλισμούς-φληναφήματα δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι το δράμα των προσφύγων φαίνεται -έστω και ετεροχρονισμένα και έστω με αυτή την δραματική αφορμή- να οδηγεί σε ουσιαστικότερη προσέγγιση και παραγωγική συνεργασία της Άγκυρας τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με τη χώρα μας. Τόσο η Ένωση όσο και η Τουρκία έχουν πλήρη συναίσθηση του ρόλου κλειδί που μπορεί να διαδραματίσει για την ενίσχυση των συμφερόντων και των στρατηγικών διακυβευμάτων της, μία αμοιβαία συνεννόηση-συμφωνία για τη διακίνηση των προσφύγων.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επίγνωση της σοβαρότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, και θα επιχειρήσει να εξαργυρώσει τη συνεργασία του με όσο το δυνατόν ουσιαστικότερες παραχωρήσεις εκ μέρους της Ένωσης. Άλλωστε, είναι πλέον ευρέως αντιληπτή η εξαιρετικά δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει η γειτονική χώρα στο τομέα των διεθνών σχέσεων, εξέλιξη η οποία οφείλεται τόσο σε εσωτερικές όσο και σε εκτός συνόρων διαμάχες, κυρίως στη νότια πλευρά της. Τούτων δοθέντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαντάζει πραγματική όαση μετά από μία περίοδο μακράς ξηρασίας στο πεδίο των διπλωματικών της σχέσεων.
Θα πει κάποιος που δεν δίνει δεκάρα για τις διεθνείς σχέσεις και τα αλισβερίσια των χωρών και της Ένωσης, «πως είναι δυνατόν να κάνουμε διπλωματία πάνω στο δράμα αθώων ανθρώπων, πως γίνεται να κοστολογούμε με όρους συμφέροντος τη τραγωδία που ζουν;». Απάντηση σαφής και ικανοποιητική είναι άκαιρο να δοθεί και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ελπίζουμε ότι τα απότοκα αυτών των διαρκών διαπραγματεύσεων πίσω από κλειστές πόρτες θα ωφελήσουν πραγματικά αυτά τα αθώα πλάσματα που σε καμία περίπτωση δεν είναι παιδιά ενός «κατώτερου θεού».