Γράφει ο Γιώργος Αργυρόπουλος*
Το ερώτημα που ανακύπτει στη δημόσια κουβέντα με την έναρξη και της δίκης στις 22/7/13 για την απάτη στο ΙΚΑ Καλλιθέας στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων είναι για τις υποθέσεις διαφθοράς σε έναν Οργανισμό του Δημοσίου όπως το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ). Πώς μπορεί ένας υπάλληλος Ταμείου να επιταχύνει με συστηματική κλοπή την κατάρρευσή του; Τί είναι αυτό που κάνει το δημόσιο λειτουργό κατά τη σημερινή αγωνιώδη προσπάθεια οικονομικής επιβίωσης της χώρας να γδύνει με απάτες το κράτος, που συντηρεί ακόμη αυτόν και την οικογένειά του; Η διοίκηση του ΙΚΑ προανήγγειλε αποκαλύψεις και για άλλα κυκλώματα λεηλασίας των Ταμείων του, πλην εκείνου των έξι στο παράρτημα Καλλιθέας (η ίδια απάτη στηνόταν σε πέντε τουλάχιστον υποκαταστήματα κατά δήλωση του ίδιου του οργανισμού). Παράλληλα, 50.000 επιδόματα και 40.000 συντάξεις δίνονταν σε μη δικαιούχους, χρεώνοντας κάθε χρόνο το ταμείο με 1 δις. ευρώ. Αγρότες έστηναν κομπίνες με υπαλλήλους και πετύχαιναν μεγάλες αποζημιώσεις για καταστροφή της συγκομιδής τους από τον ΕΛΓΑ ή υπέρογκες επιστροφές ΦΠΑ. Γιατροί συνταγογραφούν υπερβολικά παίρνοντας προμήθειες από εταιρείες – συνολικά 3,9 δις. ευρώ το χρόνο χάνονταν σε σπατάλες και απάτες στη φαρμακευτική περίθαλψη.
Αυτά τα περιστατικά ανήκουν στις καταστάσεις διαφθοράς που μαστίζουν το δημόσιο τομέα για δεκαετίες αν όχι από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους. Είναι η Δημόσια Διοίκηση στη χώρα μας ή αλλιώς το Δημόσιο. Τα προαναφερθέντα γεγονότα όμως αποτελούν περιπτώσεις μικροδιαφθοράς καθώς πρώτον προκαλούνται και εκτελούνται από κατώτερους υπαλλήλους στη διοικητική ιεραρχία και δεύτερον έχουν πεδίο αναφοράς μία συγκεκριμένη υπηρεσία ή ένα συγκεκριμένο οργανισμό του Δημοσίου. Για τη μεγάλη διαφθορά που επικρατεί ιδιαίτερα στην πολεοδομική υπηρεσία κάθε δήμου, στη δημόσια οικονομική υπηρεσία, στις αναθέσεις μέσω ‘’κλειστών” διαγωνισμών των δημοσίων έργων, για τα κονδύλια του ΕΣΠΑ που δήθεν δεν αξιοποιούνται, για τα εξοπλιστικά προγράμματα που αγοράζονται με δις φορτωμένα και με τεράστιες μίζες σε κρατικούς αξιωματούχους, για τους αποχαρακτηρισμούς μεγάλων δασικών εκτάσεων για να κτισθούν αυθαίρετα, γίνονται μεμονωμένα ρεπορτάζ στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Αντίθετα, αναπαράγεται συστηματικά η μικροδιαφθορά των κατώτερων υπαλλήλων που όσον αφορά το κατάστημα της Καλλιθέας η ζημία του δημοσίου ανέρχεται στα 11 εκατομμύρια ευρώ. Οι περιπτώσεις αυτές δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα τεράστια χρηματικά ποσά που αφαιρούνται, χάνονται μεταβιβάζονται, ακολουθούν περίεργες διαδρομές. Οι υπάλληλοι εν πολλοίς κάνουν οτιδήποτε κάνουν και οι ανώτεροί τους στη διοικητική ιεραρχία και εκείνοι που τους αντιπροσωπεύουν σε πολιτικό επίπεδο στο ελληνικό κοινοβούλιο. Υπάρχει ο φθόνος για τους ζάμπλουτους επίορκους και παρόρμηση να τους μιμηθούν. Επικρατεί η αντίληψη ότι τίποτα δεν είναι καθαρό και ότι η τιμιότητα αποτελεί βλακεία. Δεν είναι όμως άμοιροι ευθυνών και οι υπάλληλοι καθώς με την πάροδο του χρόνου (μετά το διορισμό τους) και την καθημερινή τριβή και ρουτίνα εθίστηκαν στην αδράνεια, τον χρηματισμό, την παρασκηνιακή συναλλαγή, την «παραθυρολογία», τους ‘’συμψηφισμούς’’ με τους πολίτες και δημιούργησαν μια φαύλη κατάσταση από την καρδιά του δημοσίου έως την περιφέρεια του ιδιωτικού.
Το ζητούμενο, όμως, είναι ότι με τέτοιου είδους γεγονότα η μικροδιαφθορά καθίσταται απολογητής της μεγάλης διαφθοράς που μαστίζει τους δημόσιους φορείς και κρατάει δέσμιους τους φορολογούμενους σε ένα φαύλο κύκλο, όπου καλούνται να ‘’πληρώσουν τα σπασμένα’’ των από πάνω για να είναι δήθεν ανταγωνιστική η ελληνική οικονομία και να τονωθεί το έλλειμμα εμπιστοσύνης που υπάρχει στις διεθνείς αγορές. Η φοροδιαφυγή και η εισφοροδιαφυγή είναι δύο μεγάλα προβλήματα που στην Ελλάδα δε βρίσκουν λύση εδώ και δεκαετίες. Οι μισοί επαγγελματίες δεν πληρώνουν τις εισφορές τους, 800.000 άτομα χρωστούν στα ασφαλιστικά Ταμεία 11 δις ευρώ, σε 36 δις ευρώ ανέρχεται η φοροδιαφυγή, το ανίατο μέγεθος της οποίας κάνει τα κονδύλια που χάνονται σε εσωτερική διαφθορά να μοιάζουν ισχνά και μετατρέπουν τη λιτότητα που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση σε αχρείαστη, περιττή και προπάντων άδικη.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι το πρόβλημα διαφθοράς και χρηματισμού των δημοσίων λειτουργών είναι πολύ ευρύτερο από μία υπεξαίρεση ορισμένων εκατομμυρίων πέντε επίορκων υπαλλήλων. Οφείλουμε σε τέτοια γεγονότα να κοιτάμε πρώτα την κεφαλή που συντηρεί και διαιωνίζει την κατάσταση και μετά τη βάση που απλώς είναι ο διεκπεραιωτής και φυλάσσει τον εαυτό της, ένα μικρό κομμάτι από την πίτα της δημόσιας κακοδιαχείρισης, «μαύρης» συναλλαγής και σπατάλης. Το ‘’ψάρι βρωμάει από το κεφάλι’’ πάντοτε.
* Ο Γιώργος Αργυρόπουλος, είναι ασκούμενος Δικηγόρος, μεταπτυχιακός φοιτητής Δημοσίου Δικαίου Νομικής Δ.Π.Θ.