Επισημαίνει ο Δημήτρης Α. Γιαννακόπουλος
Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώθηκε επίσημα η διαδικασία reprofiling του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Δηλαδή, η αναδιαμόρφωση της αναφερόμενης ταυτότητάς του στη βάση μιας ρεαλιστικής προσαρμογής της ελληνικής αριστεράς στη μεθοδολογία της ευρωπαϊκής «κυβερνησιμότητας», με την έννοια του governmentality του M. Foucault. Προσαρμογή, με άλλα λόγια, στη μεθοδολογία επανίδρυσης του κράτους μέσω δραστικών παρεμβάσεων στην αγορά υπό την πολιτικοοικονομική τεχνολογία του ΔΝΤ και την επιτροπεία των κεντρικών θεσμών της ευρωζώνης.
Έτσι, δεν είναι πλέον ο πολιτικός αγωνισμός για ριζοσπαστικοποίηση των δημοκρατικών θεσμών σε ένα πλουραλιστικό πλαίσιο (: ριζοσπαστική αριστερά) που ρυθμίζει τις κυβερνητικές συμπεριφορές /αποφάσεις, αλλά η ρύθμιση του οικονομικού ανταγωνισμού με τρόπο που θα ενισχύει την αποτελεσματικότητα, την αυθεντία και την αξιοπιστία κυρίως στο εξωτερικό της κρατικής μηχανής, στο πρόσωπο του πρωθυπουργού – καθώς το σύστημα της Ελλάδας δεν έπαψε να είναι πρωθυπουργοκεντρικό. Για παράδειγμα, την περιπέτεια με τις λεγόμενες τηλεοπτικές άδειες, έτσι θα πρέπει να την δεις αναγνώστη μου.
Το reprofiling, λοιπόν, του Αλέξη Τσίπρα συνδέεται με την ενίσχυση του προφίλ του ως αποφασιστικού πρωθυπουργού, στο βαθμό που δεν χρησιμοποίει την επανίδρυση του κράτους για την ανάπτυξη της αγοράς, αλλά την επανίδρυση της αγοράς για την ενίσχυση του κράτους, το οποίο με τη σειρά του στη συνέχεια θα διασφαλίζει (θεωρητικώς) την σταθερότητα στο εσωτερικό. Εδώ έρχεται πλέον η οικονομία της αγοράς να ενισχύσει τον κρατισμό και αυτό προφανώς ούτε με την μοντέρνα αριστερά «συνάδει», ούτε ασφαλώς με τον νεοφιλελευθερισμό.
Τι είναι τότε; Η μεταμοντέρνα σοσιαλδημοκρατία, όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενα σημειώματά μου. Αυτή δανείζεται τις δομολειτουργικές αρχές της μεταπολεμικής Γερμανίας (: BRD), σε συνδυασμό – αλλά όχι αρμονία – με την οικονομική φιλοσοφία περί αποτελεσματικότητας και φερεγγυότητας του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Με τον κ. Τσίπρα να διαπραγματεύεται στη βάση των αντιφάσεων των πρώτων από τα δεύτερα. Το reprofiling Τσίπρα διαμορφώνεται στην ουσία στις αντιφάσεις που εμφανίζει η οικονομική διδακτική Σόιμπλε σε σχέση με τον λεγόμενο « ορντοφιλελευθερισμό», που αποτέλεσε τη θεωρητική βάση της οικοδόμησης του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους, αλλά και το διαλογικό και θεσμικό σχήμα συγκρότησης της γραφειοκρατικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ. Με μια κουβέντα, το reprofiling Τσίπρα κατατείνει στη δημιουργία μιας «mental picture» ενός «βιώσιμου πρωθυπουργού» σε μια «μη-βιώσιμη» οικονομία, η οποία εμφανίζεται να έχει προοπτικές στο βαθμό που επιλύσει το οξύ ζήτημα της υπερχρέωσής της.
Από την άλλη μεριά, μιλώντας σήμερα διαρκώς για την «ελάφρυνση χρέους», ο κύριος Τσίπρας έχει πάψει να εννοεί την ονομαστική απομείωσή του. Δεν εννοεί πλέον την αναδιάρθρωση του χρέους (debt restructuring), αλλά τον ανασχεδιασμό της κατανομής του (debt reprofiling). Στην πραγματικότητα έχει μεταβάλει ριζικά αφήγημα για το χρέος, σε μια προσπάθεια προσαρμογής στην οικονομική παιδαγωγική Σόϊμπλε. Δηλαδή, εμφανίζει τον εαυτό του να αγωνίζεται εναντίον του κ. Σόϊμπλε, ενώ είναι έτοιμος να θριαμβολογήσει για την απόφαση Σόϊμπλε το επόμενο τρίμηνο να προχωρήσει το reprofiling του χρέους, με περεταίρω εξομάλυνση των περιόδων αποπληρωμής και με την παρουσίαση από τον European Stability Mechanism (ESM) σε συνεργασία με την ΕΚΤ ενός προγράμματος προστασίας της Ελλάδας από μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων, με ανακοίνωση μάλιστα άμεσων μέτρων για την εξάλειψη μιας μεγάλης αύξησης των επιτοκίων το 2017 σε ένα μικρό μέρος του χρέους.
Σε αυτό το reprofiling του ελληνικού χρέους είχα αναφερθεί εκτενώς πριν από αρκετούς μήνες, μόλις το σχέδιο έφτασε στο ΔΝΤ – από στέλεχος του οποίου δεν κρύβω πως άντλησα την πληροφορία. Και ποιο είναι το πρόβλημα με το ΔΝΤ; Το Ταμείο δεν μπορεί να προβεί σε τεχνικά ορθή ανάλυση της λεγόμενης βιωσιμότητας του χρέους, χωρίς προηγουμένως να έχει μπροστά του ένα πλήρες σχέδιο αναδιάρθρωσης (restructuring).
Ο κ. Σόϊμπλε δεν αντιλέγει, αλλά ζητεί πίστωση χρόνου μέχρι την λήξη της παράτασης του ελληνικού προγράμματος και μέχρι τότε ισχυρίζεται πως το reprofiling αρκεί για μια περιορισμένη στην δεκαετία «ανάλυση βιωσιμότητας». Πράγμα, ωστόσο, αντίθετο στη γενική μεθοδολογία του ΔΝΤ. Άρα, ο κ. Σόϊμπλε ζητεί από το ΔΝΤ να αντιμετωπίσει για άλλη μια φορά το ελληνικό ζήτημα ως εξαίρεση στους κανόνες του – όπως αντίστοιχα κάνουν τα κράτη της ευρωζώνης και όπως έγινε με τα PSI. Το ΔΝΤ θα δεχόταν να συναινέσει μόνον στο βαθμό που στο δρομολογημένο reprofiling, προστεθούν επιπλέον εγγυήσεις από τον ESM και την ΕΚΤ, και εδώ βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή.
Τότε γιατί τόση φασαρία; Επειδή ο κύριος Τσίπρας έχει αποφασίσει να κάνει εκλογές και δραματοποιεί την υπόθεση του χρέους, την ίδια στιγμή που την «αναδιάταξη» θα μπορούσε να εμφανίσει ως ελάφρυνση που ισοδυναμεί με «αναδιάρθρωση» και που αν επανεκλεγεί πρωθυπουργός θα μπορούσε να την μετουσιώσει σε «επίλυση του ζητήματος του χρέους» σε μακροπρόθεσμη διάσταση! Και επικοινωνιακά λειτουργεί μια χαρά, καθώς από την μια η κουβέντα ξεφεύγει από τα μνημόνια εσωτερικής υποτίμησης, ενώ από την άλλη είναι μόνον ο κ. Τσίπρας, από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του τόπου, που έχει συνδέσει το δικό του προφίλ με εκείνο του χρέους. Και ασφαλώς θα ήταν άδικος όποιος δεν παρατηρεί σήμερα αναλογίες μεταξύ της διαδικασίας reprofiling του χρέους και του reprofiling Τσίπρα!…