Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Ως ειλημμένη παρουσιάζεται πλέον η απόφαση «χωρισμού» του CDU και του SPD στο Βερολίνο μετά τις εκλογές του 2017, μιας και, αρχής γενομένης από την εξεύρεση κοινού υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου, τα δύο μεγάλα γερμανικά κόμματα έχουν μια σειρά διαφωνιών σε κεντρικά πολιτικά θέματα. Κάτι που στην Αθήνα παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ενόψει των νέων δυναμικών που μπορεί να δημιουργηθούν ως προς τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Η κατάσταση στο εσωτερικό της Γερμανίας μοιάζει περίπου με το 2011, όταν ο τότε πρόεδρος των Φιλελευθέρων και αντικαγκελάριος Philipp Rösler επέβαλε επί της ουσίας στην κ. Μέρκελ την επιλογή του να είναι ο πάστορας Γιόαχιμ Γκαόυκ ο επόμενος πρόεδρος της Γερμανίας. Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές συντάχθηκαν με την απόφαση. Πέντε χρόνια μετά, η κατάσταση δεν δείχνει να έχει αλλάξει ριζικά και ο πρόεδρος του SPD και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ προτείνει τον υπουργό Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμαιερ. Η λίστα των υποψηφίων για τη θέση δεν είναι μακρά, ενώ και η κ. Μέρκελ δεν έχει καταφέρει να βρει κάποιον: ο πρόεδρος του Συνταγματικού Δικαστηρίου Andreas Voßkühle δεν θέλει, ο πρώην επικεφαλής της Ευαγγελικής Εκκλησίας Wolfgang Huber, λόγω ηλικίας και υγείας, επίσης δεν επιθυμεί τη θέση, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον πρόεδρο της Βουλής Norbert Lammert.
Θεωρητικά, ενδιαφέρον για τη θέση θα μπορούσε να έχει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος όμως θα έπρεπε στον τρίτο γύρο της διαδικασίας να αναμετρηθεί με τον υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών, ο οποίος λογικά θα είναι ο νυν ΥΠΕΞ. Κάποιος από τους δύο θα χάσει τότε και αυτός θα πρέπει να φύγει από τη θέση του. Επίσης, κρίσιμο θα είναι και το άθροισμα των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, ενόψει και των επόμενων εκλογών. Το σημείο αιχμής είναι το τι θα ψηφίσουν οι Πράσινοι, για τους οποίους υπάρχουν σενάρια συγκυβέρνησης τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες και την Αριστερά όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες. Υπό αυτό το πρίσμα, αναζητούνται εναλλακτικές και συζητούνται αυτή της Marianne Birthler, η οποία ήταν αρμόδια για την επεξεργασία των φακέλων της Στάζι και της Johanna Wanka, η οποία είναι υπουργός Παιδείας και, παρ’ότι μέλος των Χριστιανοδημοκρατών, δεν έχει στενές κομματικές δεσμεύσεις.
Η σχέση Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών βρίσκεται σε κακή κατάσταση, μιας και το ραντεβού για τον χωρισμό τους διαφαίνεται στον ορίζοντα: οι βουλευτικές εκλογές. Πλην όμως, το έτος του χωρισμού έχει ήδη ξεκινήσει για τα δύο μεγάλα κόμματα. Ιδίως ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ αναζητά εναλλακτικές οδούς, ο οποίος αφενός δεν θέλει πλέον να είναι ο μικρός κυβερνητικός εταίρος και από την άλλη αντιλαμβάνεται πως πλέον δεν θα έχει πλειοψηφία ανάμεσα στα μέλη του κόμματός του για συνέχιση του Μεγάλου Συνασπισμού. Έτσι, ο κ. Γκάμπριελ ανοίγει δίαυλο επικοινωνίας με την Αριστερά και τους Πρασίνους, με δεδομένο πως το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με την Αριστερά δεν είναι πλέον ταμπού για τους Σοσιαλδημοκράτες. Βέβαια, αυτό το άνοιγμα του κ. Γκάμπριελ έχει προκαλέσει πυρά από τους Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές, οι οποίοι, είτε οξύτερα είτε ηπιότερα, επιμένουν πως η στάση του δεν είναι εποικοδομητική για τον Μεγάλο Συνασπισμό.
Βέβαια, ρήγματα είχαν φανεί ήδη από το καλοκαίρι, όταν οι Σοσιαλδημοκράτες αμφισβήτησαν τη μεταναστευτική πολιτική της κ. Μέρκελ. Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχε επιτεθεί στο CDU, λέγοντας πως είχε εντάξει στο παρελθόν αρκετούς παλιούς Ναζί στις τάξεις του, οπότε θα έπρεπε να περιορίσει και τα ακροδεξιά κόμματα (εννοώντας την Εναλλακτική για τη Γερμανία), εισπράττοντας την μήνιν του γενικού γραμματέα των Χριστιανοδημοκρατών Peter Tauber, ενώ ο κ. Γκάμπριελ μίλησε και την ανάγκη επιβολής ανώτατου ετήσιου ορίου για τους πρόσφυγες, λέγοντας πως δεν μπορεί η χώρα κάθε χρόνο να δέχεται 1 εκ. ανθρώπους, αν και γνώριζε πως η πρόβλεψη για το 2016 είχε πέσει στο ¼, ρίχνοντας έτσι αλάτι στην πληγή της κ. Μέρκελ. Ακόμα, υπάρχουν αναντιστοιχίες και στην οικονομική πολιτική, μιας και ο κ. Γκάμπριελ δέχεται πυρά από τους Χριστιανοδημοκράτες για την προσέγγισή του στην εμπορική πολιτική, όπου περιορίζεται από τις αντιδράσεις μελών του SPD για τη συμφωνία TTIP. Έτσι, ο κ. Γκάμπριελ από υπέρμαχος έγινε αμφισβητίας της συμφωνίας. Στην περίπτωση της εμπορικής συμφωνίας CETA, ο κ. Γκάμπριελ απαίτησε την κύρωσή της και από τα εθνικά κοινοβούλια, κάτι που οδήγησε στο αρχικό βέτο της Βαλωνίας και απείλησε να τινάξει στον αέρα όλη τη συμφωνία, με αποτέλεσμα να δέχεται εκ νέου πυρά από τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι ισχυρίζονται πως αν αυτός και ο Ζεεχοφερ δεν είχαν επιμείνει σε κύρωση από τα εθνικά κοινοβούλια, η συμφωνία θα είχε περάσει πολύ πιο εύκολα.
Ενόψει των εκλογών, υπάρχουν και άλλες συγκρούσεις υπουργών των δύο κομμάτων, όπως αυτή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με την υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων Manuela Schwesig, η οποία απαιτεί περισσότερα χρήματα για κοινωνικά επιδόματα σε μονογονεϊκές οικογένειες και οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Ακόμα, οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να ανοίξει και το ζήτημα του κατώτατου μισθού, ενώ η γενική γραμματέας του SPD Katarina Barley έχει σπεύσει να διευκρινίσει πως στην ατζέντα των εκλογών θέματα ισότητας-και μισθολογικής εξίσωσης-θα είναι πολύ ψηλά.
Κάπως έτσι, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες συμφωνούν σε ένα θεμελιώδες ζήτημα: ο Μεγάλος Συνασπισμός δεν θα πρέπει να συνεχιστεί μετά το 2017. Μένει να φανεί, αφενός ποια θα είναι η κυβέρνηση στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 2017 και ποια θα είναι η προσέγγισή της ως προς το ελληνικό ζήτημα. Και, φυσικά, το ερώτημα είναι, αν ο κ. Σόιμπλε θα παραμείνει στη θέση του. Διότι, δεν είναι μυστικό, πως στο Μέγαρο Μαξίμου θα ήθελαν να δουν μια κυβέρνηση με μπροστάρηδες τους Σοσιαλδημοκράτες και συμπράττουσα την Αριστερά και τους Πράσινους. Τους τελευταίους όμως διεκδικεί και το κόμμα της κ. Μέρκελ.