Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Η πολύ σκληρή στάση σε μια διαπραγμάτευση μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα: είτε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση (που εμπνέει αδιαφορία για τις συνέπειες της οπισθοχώρησης) είτε πολύ μεγάλο φόβο (για τις συνέπειες της οπισθοχώρησης). Τι από τα δύο ενέπνευσε τη σκληρή στάση των δανειστών στο χθεσινό Eurogroup; Ο γράφων πιστεύει ακράδαντα ότι ήταν το δεύτερο.
Ένα πρώτο στοιχείο είναι αυτό το εκφυλιστικό σύμπτωμα της ευρωπαϊκής καμαρίλας που είδε το φως της δημοσιότητας: το περιβόητο «ντραφτ» του Μοσκοβισί που αποσύρθηκε τελευταία στιγμή για να εμφανιστεί το «τελεσίγραφο» του Σόιμπλε και ύστερα να καταγγείλουν όλοι εν χορώ την… ασυνήθιστη επιμονή της νέας ελληνικής ηγεσίας να διαβάζει τα κείμενα που πρόκειται να υπογράψει.
Μια απλή σύγκριση των δύο κειμένων κάνει φανερό ότι η διαφορά τους έγκειται σε τούτο: ότι το κείμενο Μοσκοβισί ήταν πράγματι κείμενο συμβιβασμού (καλού ή κακού, είναι μια άλλη συζήτηση), καθώς προέβλεπε μετακίνηση και των δύο πλευρών σε έναν κοινό τόπο. Η ευρωπαϊκή πλευρά θα αποδεχόταν ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα-«γέφυρα» αλλά δεν συνεχίζεται το υπάρχον πρόγραμμα, ενώ η ελληνική πλευρά θα αποδεχόταν ότι στο ολιγόμηνο διάστημα των διαπραγματεύσεων δεν θα προχωρούσε «καταχρηστικά» σε μονομερείς ενέργειες. Για ένα τετράμηνο, ούτε mail Χαρδούβελη ούτε υλοποίηση των δεσμεύσεων της ΔΕΘ, αλλά υλοποίηση κοινά αποδεκτών μεταρρυθμίσεων (φοροδιαφυγή, μεταρρύθμιση στο δημόσιο τομέα και κάποιες μεταρρυθμίσεις από την περιβόητη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ).
Τελικά, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, οι ηγέτες της Ε.Ε. υπαναχώρησαν και επέστρεψαν στην αρχή της… μη διαπραγμάτευσης: συνέχιση του υπάρχοντος προγράμματος ή ρήξη! Ποιος σοβαρός λόγος ενέπνευσε αυτή τη μεταστροφή από ένα πλαίσιο που είχε σχεδόν συμφωνηθεί;
Ο Πολ Κρούγκμαν αποδίδει τη στάση ιδιαίτερα της Γερμανίας αλλά και των άλλων ηγετών της Ε.Ε. σε ένα ανεξήγητο ανορθολογικό στοιχείο, το οποίο τους τυφλώνει σε τέτοιο βαθμό ώστε να ωθούν την Ελλάδα εκτός ευρώ αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτό θα έχει καταστροφικές συνέπειες όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρωζώνη. Αυτό είναι λοιπόν; Τόσες κραταιές καγκελαρίες και τόσα think tanks πέφτουν θύματα ενός ανεξέλεγκτου ανορθολογικού στοιχείου;
Κατά τη γνώμη μας, δεν πρόκειται γι’ αυτό, όσο και αν οι θεωρίες για την «ιδεολογική τύφλωση» που προκαλεί το εμμονικό προτεσταντικό πνεύμα της γερμανικής πολιτικής παράδοσης φαίνεται γοητευτικό σαν ερμηνευτικό σχήμα. Αντίθετα, η σκληρή στάση των δανειστών εμπνέεται από «ορθολογική σκλήρυνση». Εμπνέεται από το φόβο του «σάπιου μήλου»: ότι αν δοθούν έστω και μικρές παραχωρήσεις στη νέα ελληνική κυβέρνηση, το πολιτικό «ντόμινο» αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος της ακραίας λιτότητας θα γιγαντωθεί και θα μεταδοθεί σαν αστραπή στον -κατάξερο- ευρωπαϊκό κάμπο. Ύστερα από την Ελλάδα, θα «πέσει» και η Ισπανία, θα κινδυνεύσει παντού -και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό Νότο- με πλήρη κατάρρευση η σοσιαλδημοκρατία, θα έχουν μεγάλο πρόβλημα ο Ολάντ και ο Ρέντσι, θα «δυστροπήσει» ακόμη περισσότερο η Μ. Βρετανία… Και με λίγα λόγια, η «μόλυνση» από το «σάπιο μήλο» της αντι-λιτότητας που αντιπροσωπεύει η ελληνική κυβέρνηση, θα γίνει γάγγραινα για όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της ακραίας λιτότητας.
Έχοντας λοιπόν να διακινδυνεύσουν τόσα πολλά, δείχνουν διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουν και τις συνέπειες μιας ρήξης. Ακόμη και έτσι, όμως, δεν είναι βέβαιο ότι είναι αποφασισμένοι μέχρι τέλους για τη ρήξη. Για τον απλούστατο λόγο ότι μια πρόωρη ρήξη τώρα, είναι ένα τελεσίδικο και ανέκκλητο γεγονός, ενώ ένας «έντιμος συμβιβασμός» δίνει περιθώρια χρόνου για «διορθωτικές κινήσεις» στο μέλλον. Η στάση τους, λοιπόν, έχει και χαρακτηριστικά «μπλόφας»: θα αποδειχτεί αποτελεσματική αν η ελληνική κυβέρνηση κάνει πίσω. Αν, αντίθετα, η ελληνική κυβέρνηση παραμείνει σταθερή στη θέση της, έχει την ιστορική ευκαιρία να γίνει η «θρυαλλίδα» για μια μεγάλη στροφή στην ευρωπαϊκή πολιτική.