Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Μετά τις βλακώδεις ενέργειες του «Παραιτηθείτε» και του «Φύγετε», από τις οποίες ορθά αποστασιοποιήθηκε η Νέα Δημοκρατία, ήρθε επι τέλους η στιγμή οι νοικοκυραίοι να οργανωθούν. Βέβαια, πώς οργανώνεται κανείς μπροστά σε μια κυβέρνηση που δεν ιδρώνει το αυτί της ομολογώ πως δεν ξέρω.. Ωστόσο ένα καλό πρώτο βήμα είναι όλοι οι εμπλεκόμενοι να αναλογιστούν τη σοβαρότητα της κατάστασης και να σηκώσουν το βάρος που τους αναλογεί.
Με καθυστέρηση 14 μηνών επιτέλους η Νέα Δημοκρατία έπραξε το σωστό σε ότι αφορά την Παιδεία και ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζητά πανστρατιά για να μην περάσει το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση για την ανώτατη εκπαίδευση.
Ποιος πρέπει να είναι ο οδικός χάρτης αυτής της στρατηγικής; Πρώτος πρέπει να δώσει το στίγμα του αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο Προκόπης Παυλόπουλος πρέπει με την ιδιότητα του καθηγητή Πανεπιστημίου να πάρει επιτέλους μια θέση για το αν τον εκφράζει ως ακαδημαϊκό το προς ψήφιση νομοσχέδιο.
Στη συνέχεια απαιτείται τα κόμματα να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συνομιλήσουν με ανοικτά χαρτιά για τη στάση που θα κρατήσουν και η οποία πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένη και μακριά από τους πάσης φύσεως γυρολόγους που ψάχνουν να βρουν φορέα, κόμμα ή ιδεολογική ταυτότητα για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους ύπαρξη.
Το τρίτο και κρισιμότερο βήμα είναι οι φορείς – εν προκειμένω η Νέα Δημοκρατία- να οργανώσει κινητοποιήσεις και να βγάλει τον κόσμο της στο πεζοδρόμιο. Είναι γνωστές οι δυσκολίες της Κεντροδεξιάς στο να λειτουργήσει στην πολιτική αρένα με αυτούς τους όρους, όμως μπροστά σε μια κυβέρνηση που δεν καταλαβαίνει άλλη γλώσσα από αυτή που και η ίδια χρησιμοποιούσε κινηματικά ως αντιπολίτευση δεν υπάρχει εναλλακτική. Το διακύβευμα εν προκειμένω δεν επιτρέπει την πολυτέλεια της περισυλλογής και της κριτικής από τον καναπέ ή το Facebook.
Σε αυτή τη διαδικασία, κρίσιμο ρόλο θα παίξουν οι συντηρητικοί ψηφοφόροι των Ανεξαρτήτων Ελλήνων οι οποίοι ως βάση πρέπει να πιέσουν τους βουλευτές στην κατεύθυνση της μη ψήφισης. Αυτό φυσικά για να γίνει απαιτεί εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας μια ειλικρινή – και σίγουρα μη κομματική- προσέγγιση με έμφαση στο ίδιο το θέμα της Παιδείας και με άξονα το νομοσχέδιο καθαυτό.
Δυστυχώς το νομοσχέδιο πλήττει την Ανώτατη Εκπαίδευση σε τρία καίρια σημεία: το άσυλο, το αυτοδιοίκητο και τα μεταπτυχιακά προγράμματα στα οποία πολλά εξ αυτών στηρίζουν την οικονομική τους αυτοτέλεια.
Αναφορικά με το άσυλο πρέπει να παραδεχθούμε μια αλήθεια. Πως αυτό δεν μπορεί να καταργηθεί στην πράξη χωρίς ουσιαστική αστυνομική παρουσία, η οποία θα διασφαλίζει τη δίωξη όσων καταστρέφουν δημόσια περιουσία ή διαπράττουν ποινικά αδικήματα. Εδώ πληρώνουμε την δειλία της Άννας Διαμαντοπούλου η οποία αν και είχε πρωτοφανή κοινοβουλευτική και κοινωνική στήριξη δεν προχώρησε σε συγκεκριμενοποίηση της υπουργικής απόφασης και έχασε μια σπουδαία ευκαιρία, η οποία κατέληξε επικοινωνιακό πυροτέχνημα.
Ως προς το αυτοδιοίκητο, με το νομοσχέδιο αυτό είναι σαφές οτι καταστρατηγείται. Όταν το Υπουργείο Παιδείας θέτει σε κάθε πανεπιστημιακό ίδρυμα μια θηλιά ρυθμίζοντας ακόμη και τα της αξιολόγησης, είναι σαφές οτι κανένα ΑΕΙ ή ΤΕΙ δεν θα μπορέσει να ορθοποδήσει. Εκει που το ζητούμενο ήταν η αυτοτέλεια οδηγούμαστε σε πλήρη κομματικοποίηση και «καπέλωμα »μέσα από φοιτητές που θα υποδεικνύουν οι παρατάξεις.
Τέλος, ως προς τα προγράμματα σπουδών εδώ έχουμε κάτι το πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά. Σε μια χώρα με βιομηχανία πτυχίων χωρίς αντίκρυσμα συνεχίζουμε την φάμπρικα. Αντί να ενισχυθούν τα όποια δειλά βήματα σύνδεσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας ο κάθε κ. Γαβρόγλου θα αποφασίζει αν το Οικονομικό Πανεπιστήμιο πρέπει να έχει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο Marketing ή την Επικοινωνία. Αντί να ασχοληθούν με το πως θα προσφέρουν υποτροφίες στους φοιτητές που αριστεύουν και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν εξισώνουν προς τα κάτω απαλάσσοντας αυτούς που μπορούν να πληρώσουν και που στο εξωτερικό θα έδιναν για ανάλογα προγράμματα 30 ή 50 χιλιάδες ευρώ. Αυτό είναι ο ορισμός του ταξικού πολέμου της Αριστεράς, ο οποίος όμως εξισώνει προς τα κάτω και συνθλίβει μικροαστούς και εργάτες αντί να τους ενισχύει. Όλα αυτά εμείς τα έχουμε θίξει σε ανύποπτο χρόνο μιλώντας για την αυτοαξιολόγηση, τις κινήσεις Φίλη αλλά και το σύστημα εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση.
Η κυβέρνηση μπορούσε κάλλιστα να απευθυνθεί στον ιδιωτικό τομέα προκειμένου να εξευρεθούν πολύτιμοι πόροι για έρευνα και εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων σε μια δύσκολη δημοσιονομικά συγκυρία, φέρνοντάς τα πιο κοντά με την αγορά εργασίας. Αντ΄ αυτού επιλέγει αντι να κυβερνά να ασχολείται μόνο με αυτό που την απασχολεί: πραγματικά: τον απόλυτο έλεγχο στο κομμάτι της εκπαίδευσης, το οποίο θα διασφαλίσει τις ψήφους τις οποίες υπολογίζει το Μαξίμου.
Εδώ είναι που χρειάζεται ουσιαστικά η αντιπολίτευση στο σύνολό της. Εξαιρετική η πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη αλλά δεν φτάνει το άρθρο στη συστημική Καθημερινή. Η διάσωση της Παιδείας σημαίνει διάσωση της Ελλάδας. Άπαντες πρέπει να τον στηρίξουν.
Εμείς στο Rizopoulos Post τασσόμαστε ανοικτά υπέρ της πρωτοβουλίας του.