Γράφει ο Ceteris Paribus
Έστω και μια πλάγια ματιά στην πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ότι η χώρα προορίζεται για μακροχρόνιο εγκλωβισμό στην οικονομική μιζέρια.
Λέμε «προορίζεται» γιατί το οικονομικό της παρόν και μέλλον καθορίζεται εν πολλοίς από τους «δανειστές», δηλαδή από τους εκπροσώπους διεθνών οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων.
Γιατί όμως έχει γίνει άθυρμα στα χέρια τους; Η απάντηση είναι… παγκοσμίως γνωστή: το μη βιώσιμο χρέος. Βεβαίως, και αυτό το θεμελιώδες στοιχείο δεν είναι ανεξάρτητο των επιλογών των δανειστών. Είναι επίσης γνωστό και επιβεβαιωμένο ότι ο 2010, το διάστημα πριν υπογραφεί το πρώτο μνημόνιο, σημαντικοί τεχνοκράτες του ΔΝΤ πρότειναν γενναία αναδιάρθρωση-διαγραφή ελληνικού χρέους σε συνδυασμό με ένα πιο ήπιο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Το ΔΝΤ αποκάλυψε επίσης επισήμως το μυστικό γιατί απορρίφθηκε τότε αυτή η επιλογή: για να μην καταρρεύσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες που κατείχαν ελληνικά κρατικά ομόλογα, εν τέλει για να μην καταρρεύσει το ευρώ.
Επρόκειτο για μια επιλογή που αποδεικνύεται πάγια κι όχι «της στιγμής». Το οικονομικό παρόν και μέλλον της Ελλάδας διέπεται από τη θεμελιώδη επιλογή των δανειστών να «απαγορεύσουν» τα μέτρα ουσιαστικής αναδιάρθρωσης-ελάφρυνσης του χρέους.
Έτσι φτάνουμε στην επισημοποίηση του παράδοξου: ενώ η Ελλάδα υπήχθη από το 2010 σε μνημονιακά προγράμματα προσαρμογής εξαιτίας της μη βιωσιμότητας του χώρους, τώρα είναι οι ίδιοι οι δανειστές που «ευλογούν» την περιλάλητη «καθαρή έξοδο» ενώ το χρέος είναι μη βιώσιμο δέκα φορές περισσότερο σε σχέση με το 2010: τότε κυμαινόταν περί το 128% του ΑΕΠ, τώρα κυμαίνεται περί το 180% του ΑΕΠ, το δε «πακέτο» μακροχρόνιων δεσμεύσεων αλλά και εκτιμήσεων που συνοδεύει την «καθαρή έξοδο» κάνει λόγο για πιθανή μείωσή του σε 140% του ΑΕΠ το μακρινό 2060! Αυτό το παράδοξο θα συνοδευτεί από… επίσημα έγγραφα: οι αναμενόμενες εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού κρατικού χρέους, όχι μόνον του ΔΝΤ αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), θα το ανακηρύσσουν μη βιώσιμο.
Μη βιώσιμο χρέος = μακροχρόνια οικονομική μιζέρια
Πώς μπορεί να διασκεδαστεί αυτός ο παραλογισμός; Με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε: με την ανάδειξη της Ελλάδας σε νικήτριας στο διεθνή… διαγωνισμό χωρών-προτύπων για την πρόοδο των «μεταρρυθμίσεων». Πράγματι: όλοι έχουν έναν καλό λόγο να πουν ενώ οι περισσότεροι δεν φείδονται επαίνων και εκφράσεων θαυμασμού για το γεγονός ότι η Ελλάδα πραγματοποίησε τόσες πολλές και τόσο επώδυνες «μεταρρυθμίσεις» σε τόσο λίγο χρόνο.
Ωστόσο, η… απονομή αυτού του «βραβείου» θα καθυστερήσει. Για έναν απλό λόγο: Διότι χωρίς βιωσιμότητα του χρέους, οι «μεταρρυθμίσεις» δεν πρόκειται να πιάσουν τόπο, δεν πρόκειται να οδηγήσουν σε πραγματική έξοδο, δηλαδή σε διατηρήσιμο οικονομικό δυναμισμό που θα είναι πράγματι ικανός να επουλώσει τις πληγές. Η μη βιωσιμότητα του χρέους οδηγεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε μη βιωσιμότητα των επενδύσεων και εν τέλει σε μη βιωσιμότητα της παραγωγικότητας.
Έτσι, ο παραλογισμός παίρνει νέες διαστάσεις. Η λογική σειρά των συνεπαγωγών αντιστρέφεται: αντί για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους ώστε να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα των επενδύσεων και εν τέλει της παραγωγικότητας, με βάση τη λογική του παραλόγου προτείνεται το αντίστροφο: διατήρηση της μη βιωσιμότητας του χρέους και επέκταση του χρονικού ορίζοντα των «μεταρρυθμίσεων» για μερικές δεκαετίες ακόμη!
Ο ίδιος ο ΟΟΣΑ αποκαλύπτει τα αποτελέσματα αυτού του παραλογισμού: τόσες «μεταρρυθμίσεις» την τελευταία οκταετία, τόσα συγχαρητήρια γι’ αυτές, κι όμως η Ελλάδα είναι τελευταία στο σχετικό δείκτη για τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας. Τι φταίει; Φταίει, λέει η έκθεση, ότι απομένουν ακόμη πολλές μεταρρυθμίσεις για να γίνουν; Αυτό θα ήταν λόγος για να υστερεί η Ελλάδα στο σχετικό δείκτη, αλλά δεν μπορεί να είναι λόγος για να είναι τελευταία!
Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες της έκθεσης του ΟΟΣΑ συνδέουν καταχρηστικά το «ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον» μόνο με αυτό που οι ίδιοι ορίζουν σαν μεταρρυθμίσεις. Όμως, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα αποθαρρύνεται πάνω απ’ όλα από δύο βασικούς παράγοντες που δεν αφορούν τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις»:
Πρώτο, από το ρυθμό αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης. Οι συντάκτες της έκθεσης αναθεωρούν τις προβλέψεις για το ελληνικό ΑΕΠ το 2018 σε 2%. Αποδίδουν αυτή την αναθεώρηση στο γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση αυξάνεται με «χαμηλότερους του αναμενομένου» ρυθμούς (μόλις 0,4% φέτος). Παραδόξως όμως, αυτό δεν το συνδέουν με τη «διευκόλυνση» της παραγωγικότητας.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να επενδύσει στην Ελλάδα μόνο και μόνο επειδή είναι χώρα-πρότυπο των «μεταρρυθμίσεων», ακόμη και αν δεν υπάρχει ούτε ένας για να αγοράσει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που θα παρήγαγε; Μπορεί ποτέ να υπάρξει παραγωγή «προς επιβράβευση των μεταρρυθμίσεων» κι όχι παραγωγή για να πουληθεί;
Τι γίνεται λοιπόν όταν οι δημοσιονομικές «μεταρρυθμίσεις» καθηλώνουν την ιδιωτική κατανάλωση; Όταν λόγω της μείωσης μισθών και συντάξεων και της υπερχρέωσης των νοικοκυριών δεν περισσεύει «σέντσι» για να καταναλωθεί πέρα από τα θεμελιωδώς απαραίτητα; Με ποιο κίνητρο να επενδύσει κάποιος όταν δεν προσδοκεί πως θα πουλήσει τα προϊόντα της παραγωγής του; Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που η ιδιωτική κατανάλωση έχει σημαντικό βάρος στο ΑΕΠ;
Δεύτερο, από την ασφάλεια που παρέχει το country risk της χώρας. Ποια ασφάλεια μπορεί να έχει ο επενδυτής όταν η χώρα έχει επισήμως μη βιώσιμο χρέος; Η επένδυση είναι υπόθεση μεσομακροπρόθεσμου οικονομικού προγραμματισμού. Στο μεσομακροπρόθεσμο πλάνο, ποιος επενδυτής δεν θα αισθανόταν ανασφάλεια να επενδύσει σε μια χώρα με μη βιώσιμο χρέος; Μιλούμε βέβαια για τις επενδύσεις στην «πραγματική οικονομία» (τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις) και όχι για τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου, που έρχονται και φεύγουν εξίσου εύκολα και γρήγορα.
Παραγνωρίζοντας αυτές τις δύο θεμελιώδεις εγγυήσεις-«διευκολύνσεις» για κάθε επενδυτή, παίρνοντας δεδομένη τη μη βιωσιμότητα του χρέους, καταλήγει στο να εμβαθύνει στο… παράλογο: ακόμη περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» με ορίζοντα δεκαετιών ώστε το χρέος να γίνει βιώσιμο -υπό τις ευνοϊκότερες των προϋποθέσεων- το 2060!
Αν επρόκειτο για μεταρρυθμίσεις όπως η άρση των ολιγοπωλιακών καταστάσεων στην αγορά κ.λπ., θα ήταν ευπρόσδεκτες. Ωστόσο ο ΟΟΣΑ προτείνει και νέο «πακέτο» δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων (στις συντάξεις, τις φοροαπαλλαγές κ.λπ.). Δηλαδή «μεταρρυθμίσεις» που μειώνουν το εισόδημα, άρα την ιδιωτική κατανάλωση, άρα τις επενδύσεις, το ΑΕΠ και την παραγωγικότητα. Αυτό λέγεται «ομοιοπαθητική» της οικονομικής μιζέριας σε σούπερ μακροπρόθεσμη βάση!
Μια τέτοια στρατηγική, ακόμη και από καθαρά οικονομική άποψη, δεν είναι ευφυέστερη από την αντίστοιχη στρατηγική του χότζα, που για να μηδενίσει τις δαπάνες διατροφής του γαϊδάρου του, θέλησε να τον κάνει να συνηθίσει να μην τρώει: ύστερα από πολλές τέτοιες «μεταρρυθμίσεις» κι ενώ φαινόταν να τα καταφέρνει, δυστυχώς το υποζύγιο πέθανε…
Οι «άλλες» μεταρρυθμίσεις και οι άλλες «συντεχνίες»…
Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας δεν φαίνονται πολύ καλύτερες: με την ιδιωτική κατανάλωση καθηλωμένη λόγω του δημοσιονομικού «μπαμπούλα», με τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα να «σέρνονται», με ένα τεράστιο ποσοστό των οικονομικών πόρων να διαφεύγει για την εξυπηρέτηση του μη βιώσιμου χρέους, η μακροχρόνια οικονομική μιζέρια είναι εξασφαλισμένη.
Το παραδέχεται εξάλλου και η έκθεση του ΟΟΣΑ, πέφτοντας σε μία ακόμη, ακόμη πιο κραυγαλέα, αντίφαση: οι προβλεπόμενοι ρυθμοί αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ θα μειωθούν σε 1,8% το 2030 και σε 1% ύστερα από το 2030 αν δεν υπάρξει ο νέος «γύρος» των «μεταρρυθμίσεων». Εννοεί τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών; Το χτύπημα των ολιγοπωλίων; Αν ναι, η έκθεση φαίνεται πολύ απαισιόδοξη: δεν θα πραγματοποιηθούν ούτε το 2030 ούτε και μετά απ’ αυτό αυτές οι μεταρρυθμίσεις; Άραγε ποιες συντεχνίες τις εμποδίζουν; Γιατί δεν πραγματοποιήθηκαν μέχρι τώρα; Γιατί καμία τρόικα και κανένα κουαρτέτο δεν έθεσε σαν προαπαιτούμενη την πραγματοποίησή τους για να κλείσουν τόσες και τόσες αξιολογήσεις και να εκταμιευτούν τόσες και τόσες δανειακές δόσεις;
Κι αν δεν έγινε αυτό μέχρι τώρα, γιατί να γίνει ύστερα από την «καθαρή έξοδο»; Για τον απλούστατο λόγο ότι οι συντεχνίες των ολιγοπωλίων είναι πολύ ισχυρές και με πολύ ισχυρές πολιτικές «πλάτες»… Σε άλλες «μεταρρυθμίσεις» αναφέρεται λοιπόν ο ΟΟΣΑ: στις δημοσιονομικές (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση κρατική δαπάνης για συντάξεις κ.λπ.). Και «τάζει φύκια για μεταξωτές κορδέλες», ότι αυτές οι «μεταρρυθμίσεις» θα δώσουν πολλές μονάδες αύξησης στο ΑΕΠ κρατώντας καθηλωμένη την ιδιωτική κατανάλωση.
Ύστερα από αυτά, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο μέγας κίνδυνος που διαγιγνώσκει, είναι η «μεταρρυθμιστική κόπωση». Πράγματι, πόση ακόμη συντριβή αντέχει ακόμη το εισόδημα εκατομμυρίων ανθρώπων; Πόσο -και για πόσο- θα είναι κοινωνικά και πολιτικά ανεκτό να μειώνεται ακόμη και η κατανάλωση των συνταξιούχων κάτω από τα όρια της στοιχειώδους αξιοπρέπειας; Για πόσο ακόμη θα εξαναγκάζονται να μένουν στη δουλειά για επιπλέον χρόνια οι εξηνταπεντάρηδες και εβδομηντάρηδες και να μαραζώνουν στην ανεργία οι νέοι, μόνο και μόνο για να μειωθούν οι δαπάνες για συντάξεις τόσο όσο απαιτεί ένα μη βιώσιμο χρέος;
Ναι, η «μεταρρυθμιστική κόπωση» είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα επέλθει. Το ρακένδυτο «πρότυπο μεταρρυθμίσεων» που λέγεται Ελλάδα αργά ή γρήγορα -και μάλλον γρήγορα- θα γονατίσει από την κόπωση…