Γράφει η Λίνα Φυτιλή
Το θυμόταν το γουρουνάκι που τάιζε με κέρματα, πολύ μικρή ήταν, πάνω στο ετοιμόρροπο τραπέζι. Θυμόταν ακόμη, πως από κείνο το σημείο έβλεπε ως το βάθος του δρόμου τους περαστικούς. ”’Όλοι περαστικοί είμαστε” έλεγε κι ο γέρος από το περίπτερο κουνώντας το κεφάλι του, και το γουρουνάκι γρύλιζε ή έτσι της φαινόταν αλλά προφανώς έκανε λάθος. Δεν ήταν παρά ένας κουμπαράς που η αδερφή της είχε ακουμπήσει για να διακοσμήσει την άχαρη γωνιά.
Κι ύστερα μια μέρα, με την άκρη του χεριού της το πήρε σβάρνα. Το γουρουνάκι έγινε χίλια κομμάτια, βρόμικα δάκρυα έγραψαν στο πρόσωπό της, από τη γειτονιά κάποιος περνούσε αλλά αυτή δεν τον κοίταξε καν, λυπόταν τόσο που δεν μπορούσε να ταΐσει πια το γουρουνάκι. Κρίμα που θα πέθαινε από την πείνα, γιατί θα έμενε νηστικό, σαν τα παιδάκια του τρίτου κόσμου που έβλεπε στις φωτογραφίες. Το είπε στην αδερφή της, έκανε αυτό το λάθος.
‘Μην το ξαναπείς πουθενά αυτό, θα σε περάσουν για χαζή” της σφύριξε εκείνη, ”Τα γουρούνια στο πόδι τα σφάζουν και δεν πεθαίνουν από την πείνα, επειδή είναι στρουμπουλά”.
Αυτή δεν παρηγορήθηκε. Μάλλον ήξερε ότι τα κατεστραμμένα παιχνίδια δεν μπαίνουν στο συρτάρι. Ήταν για πέταμα και τώρα το γουρουνάκι της είχε γίνει ένας σωρός από άχρηστα κομμάτια μιας εποχής τόσο παλιάς, τόσο απόλυτα κατακερματισμένης. Κι ήταν η πρώτη φορά που αυτή η εποχή δεν της φάνηκε ανθρώπινη μα μια εποχή άγρια και θανατερή, με φρικτή οσμή γουρουνιού.