Γράφει ο Γιώργος Ευγενίδης
Όποιος άκουσε τον πρωθυπουργό να μιλά από τις εγκαταστάσεις του Παπαστράτου αναφορικά με την ανάγκη διαμόρφωσης ενός φιλοεπενδυτικού κλίματος στη χώρα, θεωρητικά πάντα, μπορεί να ελπίζει ότι τουλάχιστον οι βασικές πολιτικές δυνάμεις έχουν αντιληφθεί ποιο είναι το δέον γενέσθαι, προκειμένου να βγούμε από το τέλμα.
Κάθε επιφύλαξη αναφορικά με τις προθέσεις του κ. Τσίπρα, ιδίως σε ό,τι αφορά το θέμα των επενδύσεων, είναι φυσικά κατανοητή. Άλλωστε, το Μέγαρο Μαξίμου κατά το πρόσφατο παρελθόν δεν έχει δώσει, ας πούμε, τα διαπιστευτήριά του στην προσέλκυση επενδύσεων ή στη διαχείριση του επενδυτικού ενδιαφέροντος με ικανοποιητικό τρόπο.
Για όλα όμως υπάρχει μια πρώτη φορά. Αρχικά, υπάρχουν πρόσωπα που μπορούν να χορέψουν στον σκοπό των επενδυτών, βάζοντας όμως και αυτοί με τη σειρά τους κανόνες στο παιχνίδι. Παράδειγμα, ο υφυπουργός Ανάπτυξης Στέργιος Πιτσιόρλας, με τον οποίο, όποιος επενδυτής έχει συζητήσει, έχει βρει τουλάχιστον έναν άνθρωπο που καταλαβαίνει πώς γίνεται η δουλειά. Και στο επιτελείο του πρωθυπουργού, όμως, υπάρχουν εσχάτως άνθρωποι, οι οποίοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί να ανοίξει, ελέω ιδεοληψίας, πόλεμος με όποιον έρχεται να βάλει τα λεφτά του στη χώρα, ιδίως από τη στιγμή που δεν έχουμε την πολυτέλεια της απόρριψης πολλών επενδύσεων. Αυτά, αν μη τι άλλο, είναι ενθαρρυντικά σημάδια, ιδίως αν σκεφτεί κανείς τα πρόσφατα πεπραγμένα υπουργών, όπως επί παραδείγματι ο κ. Σκουρλέτης κατά τη θητεία του στο υπουργείο Περιβάλλοντος.
Τα πρόσωπα, όμως, δεν αρκούν. Ο πρωθυπουργός, τώρα που έκανε την αρχή, πρέπει να συνεχίσει κιόλας. Το επίδικο είναι οι πολιτικές λύσεις να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της χώρας. Για παράδειγμα, έχουμε το θεσμικό πλαίσιο για να έχουμε 10 Παπαστράτους; Υπάρχει, επίσης, το περιβάλλον σταθερότητας, προκειμένου να γίνουν αυτές οι επενδύσεις, είτε από εν Ελλάδι κεφαλαιούχους είτε από το εξωτερικό; Υπάρχει το πλαίσιο σε επίπεδο διοίκησης, ώστε μια επένδυση να μην σκαλώνει για μήνες ή χρόνια στα γρανάζια της αργοκίνητης γραφειοκρατίας;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα είναι που κρίνουν την επιτυχία του όποιου ανοίγματος στους επενδυτές. Διότι, πέραν ενδεχομένως ορισμένων γεωστρατηγικών λόγων, κανείς δεν έρχεται να πετάξει ορισμένες δεκάδες ή εκατοντάδες εκατομμύρια, χωρίς να υπάρχουν οι δέουσες δικλείδες ασφαλείας ότι τα χρήματά τους θα είναι προστατευμένα. Συνεπώς, πέρα από τα λόγια, σε διοικητικό και πολιτικό επίπεδο, η κυβέρνηση έχει πολλή δουλειά ακόμα μέχρι να διαμορφώσει ένα πραγματικά φιλοεπενδυτικό κλίμα, το οποίο να είναι πόλος έλξης και όχι απωθητικός παράγοντας για δυνητικούς επενδυτές.
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας είναι πραγματι ενδιαφέρουσες. Δειχνουν επίσης πως ορισμένοι στην κρατική μηχανή αντιλαμβάνονται ότι οι εποχές αλλάζουν και το ελληνικό κράτος πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, επενδύοντας στις νέες τεχνολογίες και στην προστιθέμενη αξία. Επειδή όμως το κρατικιστικό μοντέλο έχει πεθάνει, πρέπει να έρθουν οι επενδυτές που έχουν τα απαιτούμενα κεφάλαια, ώστε το παραγωγικό μοντέλο να τροποποιηθεί με σταθερό ρυθμό. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός πραγματικά φιλοεπενδυτικού περιβάλλοντος. Πολιτικά, άλλωστε, η αντιπολίτευση και δυνητι9κή κυβέρνηση είναι ακόμα πιο φίλα διακείμενη απέναντι στους επενδυτές και από την ίδια την κυβέρνηση.
Συνεπώς, η κυβέρνηση θα κριθεί στο τέλος από το αν μπορέσει να δημιουργήσει νέο πλούτο στη χώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει επενδύσεις και δουλειές. Πλην όμως, δεν υπάρχει από μηχανής θεός για να διαμορφώσει τις απαιτούμενες συνθήκες. Αν μπορεί αυτή η κυβέρνηση, έχει καλώς. Αν δεν μπορεί, όμως, θα έχει χάσει το βασικότερο από τα χαμένα στοιχήματα κατά τη διάρκεια της παρουσίας της στα πράγματα.