Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
Follow @Sp_Rizopoulos
Στα stress tests ενόψει της ανακεφαλαιοποίησης,Eurobank και Alpha Bank είχαν τις καλύτερες επιδόσεις. Μάλιστα, η Eurobank ανακοίνωσε ότι προχωράει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 2,1 δισ. ευρώ, κάνοντας σαφές ότι θα επιδιώξει να καλύψει το σύνολο των κεφαλαιακών της αναγκών από ιδιώτες και χωρίς τη συμμετοχή του ΤΧΣ.
Οι πληροφορίες στην αγορά λένε πως η κάλυψη αυτού του ποσού είναι εξασφαλισμένη, καθώς θα συμμετάσχουν όλοι οι βασικοί μέτοχοι – μεταξύ των οποίων η Fairfax του Prem Watsa, η WLR του Wilmor Ross και η Fidelity- ενώ σχετικές συμφωνίες έχουν γίνει και με άλλα διεθνή χαρτοφυλάκια. Ο στόχος μοιάζει φιλόδοξος αλλά εάν τελικά δεν χρειασθεί να συμμετάσχει με κάποιο ποσό το ΤΧΣ, τότε η κρατική συμμετοχή στην τράπεζα θα μειωθεί από 35% σε περίπου 7%.
Με βάση αυτή την εικόνα και στο βαθμό που επιβεβαιωθεί η στρατηγική της τράπεζας από την πραγματικότητα του αμέσως επόμενου διαστήματος τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ένα πραγματικό success story. Η Eurobank όχι μόνον δεν θα έχει «πεθάνει» όπως βιάστηκαν πολλοί να προεξοφλήσουν αλλά θα έχει καταφέρει να «γυρίσει το παιχνίδι» και να βγει στον αφρό των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Αυτό το success story έχει την υπογραφή του Νίκου Καραμούζη. Γεννημένος στα Σεπόλια,ο Καραμούζης έπρεπε να δώσει σκληρές και δύσκολες μάχες για να ξεχωρίσει. Άνθρωπος καθόλου επικοινωνιακός και χωρίς ταλέντο στις δημόσιες σχέσεις έδινε πάντα την εντύπωση στους «τραπεζικούς κύκλους» πως θα παρέμενε για πάντα… Νο 2. Αν και ξεκίνησε από την Αριστερά ως μέλος του «Ρήγα Φεραίου» – λέγεται μάλιστα πως ακόμη διατηρεί τις καλύτερες σχέσεις με τον νυν Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση – ήταν στην περίοδο Σημίτη που άρχισε να λάμπει το άστρο του ως υποδιοικητής της Εθνικής. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως το βιογραφικό του έχει πολλές ομοιότητες με αυτό του Στουρνάρα αλλά αυτό αφορά μόνον στα τυπικά. Επί της ουσίας, ο Καραμούζης διέθετε σοβαρή πολιτική σκέψη και διοικητική αποτελεσματικότητα, χαρακτηριστικά τα οποία ουδέποτε επέδειξε ο σημερινός Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Τον θρίαμβο αλλά και την πτώση των ελληνικών τραπεζών τα έζησε στη Eurobank του Σπύρου Λάτση. Ήταν το «μυαλό» της τράπεζας, όταν ο Νανόπουλος έκανε απλά τις δημόσιες σχέσεις, επιβεβαιώνοντας πως ήταν ο Αβραμόπουλος του τραπεζικού συστήματος. Από τη Eurobank έφυγε ταπεινωμένος όταν ο όμιλος Λάτση εγκατέλειψε την τράπεζα στην τύχη της και βρέθηκε ένας φίλος του «από τα παλιά» ο Μιχάλης Σάλλας να του δώσει τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Γενικής Τράπεζας, με στόχο να μετεξελιχθεί σε επενδυτική τράπεζα. Το εγχείρημα ωστόσο δεν ευοδώθηκε και μάλλον καλύτερα για τον Καραμούζη, καθώς σήμερα θα ήταν στη δύσκολη θέση να απολογείται για τη δημιουργία ενός «μονοπωλιακού» εργαλείου εκμετάλλευσης της περιουσίας του ΤΑΙΠΕΔ.
Από το περασμένο Φεβρουάριο ο Καραμούζης επέστρεψε σε μια νέα Eurobank, στη θέση του Προέδρου αυτή τη φορά, και με όλα τα προγνωστικά για την τύχη της τράπεζας εναντίον του. Φαίνεται ωστόσο πως καταφέρνει να τα ανατρέψει για δυο κυρίως λόγους: πρώτον, διότι δεν επέστρεψε για να πάρει ρεβάνς ( όπως είναι σύνηθες σε αυτές τις περιπτώσεις) και δεύτερον, ξέρει πάντα να κρατάει την επαφή του με την αγορά, οπότε δεν ανήκει στους οπαδούς της θεωρίας «οι τράπεζες για τις τράπεζες» αλλά σε αυτούς που πιστεύουν πως οι τράπεζες πρέπει να υπάρχουν για την οικονομία και την κοινωνία.
Ξέρει πως η ανάπτυξη δεν θα έρθει από τον ουρανό αλλά από την παραγωγική ανασυγκρότηση που θα είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει ένα σοβαρό τραπεζικό σύστημα. Γι αυτό και καμιά τράπεζα κατά τον Καραμούζη δεν πρόκειται να πετύχει κόντρα στην αγορά και στην κοινωνία. Το αντίθετο είναι αυτό που θα πρέπει να συμβεί. Κι αυτό είναι που ξεχωρίζει έναν τραπεζικό υπάλληλο από έναν οραματιστή τραπεζίτη.
Προσοχή… Ο Καραμούζης δεν είναι ούτε ιεραπόστολος, ούτε αλάνθαστος. Τη διαφορά ωστόσο κάνει ακριβώς το γεγονός πως δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «τραπεζικό» που ασχολείται με το «να βγαίνουν τα νούμερα στο excel» αλλά ως τραπεζίτη που κατανοεί πως μια τράπεζα κερδίζει όταν κερδίζουν οι πελάτες της. Κι αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο στην εποχή μας.
Μένει να δούμε τη συνέχεια…