Του Γιώργου Ευγενίδη
Η εβδομάδα που μας πέρασε ήταν μια καλή εβδομάδα για το πρωθυπουργικό επιτελείο. Καλή κυρίως γιατί στο τέλος της κατάφερε να εξισορροπήσει μερικώς τις αρνητικές εντυπώσεις από τις επιπτώσεις της συμφωνίας για το Σκοπιανό, της ακατανόητης στάσης των ΑΝΕΛ και των έντονων αντιδράσεων κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, μέσω της απόφασης στο Λουξεμβούργο για το χρέος, αλλά και του χάπενινγκ στο Ζάππειο με τη γραβάτα.
Το πρωθυπουργικό επιτελείο, αν μη τι άλλο, ξέρει καλά από επικοινωνιακούς χειρισμούς. Η γραβάτα, συνεπώς, η οποία συζητήθηκε πολύ, θετικά ή αρνητικά δεν έχει σημασία, εντυπώθηκε στην κοινή συνείδηση ως η επιβεβαίωση ότι ο Αλέξης Τσίπρας πήρε κάτι για το χρέος. Το ζήτημα, όμως, είναι το εξής: επειδή πλέον για την κυβέρνηση έχει περάσει η περίοδος που έθελγε τα πλήθη με έναν απλό επικοινωνισμό, πλέον τα θαύματα κρατάνε τρεις μέρες το πολύ. Η γραβάτα κράτησε λοιπόν, δημιούργησε discourse, έμεινε στην κορυφή της επικαιρότητας, αλλά το φυτιλάκι της καίγεται σιγά σιγά.
Η κυβέρνηση ξέρει ότι η απόφαση για το χρέος δεν φτάνει, προκειμένου να πάει σε εκλογές. Καλή η βιωσιμότητα του χρέους, καλό το αξιόχρεο από τις αγορές (δεν είμαστε ούτως ή άλλως εκεί ακόμα), αλλά, ο πολίτης ψηφίζει με βάση την τσέπη του. Ή με βάση το συναίσθημά του, αλλά και από αυτό δεν έχει πολλά λαμβάνειν η κυβέρνηση, μετά τους χειρισμούς στο Σκοπιανό που ενεργοποίησαν τα πατριωτικά αισθήματα χιλιάδων πολιτών και εντός των τάξεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια είναι ότι ίσως η κυβέρνηση και να έχει περάσει το σημείο χωρίς επιστροφή. Αλλά, επειδή αυτό δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα, ο κ. Τσίπρας διεκδικεί έναν ακόμα γύρο, ώστε να φτάσει στις εκλογές, κατά πάσα πιθανότητα το 2019, με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Η αλήθεια είναι ότι μετά και την τυπική έξοδο από το Μνημόνιο και παρά το σφιχτό πλαίσιο δεσμεύσεών μας, το πολιτικό περιβάλλον θα αλλάξει.
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει πως για να ψηφιστεί ξανά πρέπει να χορηγήσει ενισχύσεις και να (ξανα)τάξει καλύτερες μέρες, με το επιβαρυντικό γι’ αυτόν δεδομένο ότι πλέον δεν είναι ένα φρέσκο πρόσωπο που έρχεται από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, εκπροσωπώντας την εξιδανικευμένη στο μυαλό πολλών πολιτών Αριστερά, αλλά ως ένας πρωθυπουργός που επί των ημερών του υπεγράφη ένα κανονικό Μνημόνιο ακόμα και μισό ακόμα, δηλαδή ένα πλαίσιο δεσμεύσεων χωρίς λεφτά.
Ο πρωθυπουργός θα παίξει σε διπλή σκακιέρα: θα δώσει χρήματα, προκειμένου να «πιάσει» όσους περισσότερους μπορεί και παράλληλα θα φροντίζει να επενδύει στην ανάδειξη των διαχωριστικών γραμμών από τη ΝΔ, για παράδειγμα δια του χαρτιού της Συνταγματικής Αναθεώρησης και του χωρισμού κράτους-εκκλησίας που εμφανίζεται έτοιμος να υποστηρίξει το αμέσως επόμενο διάστημα. Θα δούμε, δε, και έναν ανασχηματισμό, προκειμένου να σηματοδοτηθεί το νέο ξεκίνημα του κυβερνητικού σχήματος, θεωρητικά με πρόσωπα εκτός των στενών κομματικών ορίων και με σοσιαλδημοκρατικές, ως επί το πλείστον, αναφορές.
Το ερώτημα, όμως, παραμένει: μπορεί ο κ. Τσίπρας να ξαναγυρίσει το τραπέζι, τριάμισι χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία και μετά από όσα μεσολάβησαν; Φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη πολιτική άσκηση. Αλλά, ως προς την πολιτική τακτική τουλάχιστον, ο πρωθυπουργός πορεύεται με μια συγκεκριμένη λογική. Αν, λοιπόν, δεν μπορείς να κερδίσεις, φρόντισε να χάσεις λιγότερο και να μην κερδίσει εμφατικά ο αντίπαλός σου. Κινδυνεύοντας, βεβαίως, στο τέλος, εκτός από τα σπασμένα να πληρώσεις μέχρι και τα ποτά…